ἀκατέργαστος: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατέργαστος]], -ον) [[κατεργάζομαι]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] κατεργασμένος, ο [[αδούλευτος]] ή ο [[άμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την απαραίτητη [[μόρφωση]], ο [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> ο [[άξεστος]] στους τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] γῆ»<br /><b>2.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] [[τροφή]]» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Περί ζώων μορ</i>. 2, 3, 9)<br /><b>3.</b> ο [[δύσπεπτος]] (Γαλην. 6, 484). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατέργαστος]], -ον) [[κατεργάζομαι]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] κατεργασμένος, ο [[αδούλευτος]] ή ο [[άμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει την απαραίτητη [[μόρφωση]], ο [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> ο [[άξεστος]] στους τρόπους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακαλλιέργητος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] γῆ»<br /><b>2.</b> [[αχώνευτος]], [[άπεπτος]]<br />«[[ἀκατέργαστος]] [[τροφή]]» (<b>Αριστοτ.</b> <i>Περί ζώων μορ</i>. 2, 3, 9)<br /><b>3.</b> ο [[δύσπεπτος]] (Γαλην. 6, 484). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατέργαστος:''' непереработанный, непереваренный ([[τροφή]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not cultivated, γῆ PTeb.61b32 (ii B. C.); not worked up, Longin.15.5; of bread, not thoroughly baked, Gal.6.484. II undigested, τροφή Arist.PA650a15, Diocl.Fr.43, etc.; indigestible, Xenocr.112, Gal.6.484.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατέργαστος: -ον, ὃν δὲν κατειργάσθη τις, ἄμορφος, Λογγῖν. 15. 5. ΙΙ. ἄπεπτος, ἀχώνευτος, τροφή, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 3, 9. - δύσπεπτος, Γαλην. 6. 484.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀκατείρ- PTeb.999.1.1.5 (II a.C.)
I fisiol. no elaborado, que no es sometido a un proceso de transformación del llamado ‘residuo sanguíneo’ de las hembras op. al de los machos, Arist.GA 766b23, τὸ αἷμα Steph.in Hp.Progn.192.5, τὸ στόμα τῆς ἀκατεργάστου τροφῆς πόρος ἐστί Arist.PA 650a15.
II gener.
1 no trabajado, no cultivado, baldío χέρσος PTeb.l.c., PXV Congr.15.16 (I d.C.), γῆ PTeb.61b.32 (II a.C.).
2 no elaborado del pan poco hecho, poco cocido Gal.6.484
•fig. de ideas poco elaboradas Longin.15.5.
3 subst. τὸ ἀ. deformidad τὸ ἀκατέργαστόν μου εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου tus ojos vieron mi deformidad LXX Ps.138.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατέργαστος, -ον) κατεργάζομαι
αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος
2. ο άξεστος στους τρόπους
αρχ.
ο ακαλλιέργητος
«ἀκατέργαστος γῆ»
2. αχώνευτος, άπεπτος
«ἀκατέργαστος τροφή» (Αριστοτ. Περί ζώων μορ. 2, 3, 9)
3. ο δύσπεπτος (Γαλην. 6, 484).
Russian (Dvoretsky)
ἀκατέργαστος: непереработанный, непереваренный (τροφή Arst.).