ἀμαρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμᾰρύσσω:''' (√<i>ΑΜΑΡΥΓ</i>), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το [[μαρμαίρω]], [[σπινθηροβολώ]], [[στίλβω]], [[λάμπω]], λέγεται για το [[μάτι]], σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το [[χρώμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰρύσσω:''' (ᾰμ) тж. med. блистать, сверкать HH, Hes.: ἀμαρύσσεται ἄνθεσι [[λειμών]] Anth. луг пестреет цветами.
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰρύσσω Medium diacritics: ἀμαρύσσω Low diacritics: αμαρύσσω Capitals: ΑΜΑΡΥΣΣΩ
Transliteration A: amarýssō Transliteration B: amaryssō Transliteration C: amarysso Beta Code: a)maru/ssw

English (LSJ)

[ᾰμ], Ep., only pres. and impf.,

   A sparkle, twinkle, glance, of the eye, ἐκ δέ οἱ ὄσσων πῦρ ἀμάρυσσεν Hes. Th.827; πυκνόν or πύκν' ἀμαρύσσων darting quick glances, h.Merc.278; φολίδων στικτοῖσιτύποις ἀμάρυσσεν ὀφίτης Nonn.D.18.79:—Med., of light, colour, etc., A.R. 4.178, 1146; ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP9.668 (Marian.), cf. Nonn. D.5.77, al.    II Act., shoot forth, dart, πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29.    2 dazzle, Nonn.D.5.485.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰρύσσω: [ᾰμ], Ἐπ. ῥῆμα, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., σπινθηροβολῶ, «στίλβω, λάμπω» (Ἡσύχ.), ἐκπέμπω. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πῦρ ἀμαρύσσει ἐξ ὄσσων, Ἡσ. Θ. 827· πυκνὸν ἢ πύκν’ ἀμαρύσσων, ῥίπτων ταχέα βλέμματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 278. 415: ― οὕτως ἐν μέσῃ φωνῇ, ἐπὶ φωτός, χρώματος, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 178. 1146· ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών, Ἀνθ. Π. 9. 668. ΙΙ. ἐνεργ., = ἐκπέμπω, ἐξακοντίζω, πῦρ, Κόϊντ. Σμ. 8. 29. 2) ἀμαυρῶ τὰς ὄψεις, θαμβώνω, Νόνν. Δ. 5. 485. (Ἐκ √ΜΑΡ μετ’ α εὐφων., πρβλ. μαρμαίρω).

French (Bailly abrégé)

1 intr. lancer des éclairs, briller;
2 tr. faire briller, acc. ; Pass. jaillir comme un éclair, briller.
Étymologie: ἀ prosth., R. Μαρ briller ; cf. μαρμαίρω.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰρύσσω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I intr. centellear, destellar esp. de los ojos ἐκ δέ οἱ ὄσσων ... πῦρ ἀμάρυσσεν Hes.Th.827, φολίδων στικτοῖσι τύποις ἀμάρυσσεν Nonn.D.18.79
c. ac. neutr. adv. πυκνὸν ... ἀμαρύσσων lanzando rápidas miradas, h.Merc.278
en v. med. mismo sent. destellar, resplandecer, brillar φέγγος A.R.4.1146, αἴγλη Nonn.D.5.77, 7.209, Synes.Hymn.1.133, ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών AP 9.668 (Marian.).
II tr.
1 hacer destellar πῦρ h.Merc.415, Q.S.8.29, δόμος ... ἀμάρυσσε λίθων ... αἴγλην Nonn.Par.Eu.Io.5.1.
2 deslumbrar ὀφθαλμοὺς ἀμάρυσσεν ... αἴγλη Nonn.D.5.485.

• Etimología: Forma c. prótesis de la raíz que se encuentra en μαρμαίρω q.u.

Greek Monolingual

ἀμαρύσσω (Α)
(ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - προθεματικό και θ. μαρ- (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα -ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα
αρχ.-μσν.
ἀμαρυγή
μσν.
ἀμάρυξις].

Greek Monotonic

ἀμᾰρύσσω: (√ΑΜΑΡΥΓ), μόνο στον ενεστ. και παρατ., όπως το μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, στίλβω, λάμπω, λέγεται για το μάτι, σε Ησίοδ. — Μέσ., για το φως, το χρώμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰρύσσω: (ᾰμ) тж. med. блистать, сверкать HH, Hes.: ἀμαρύσσεται ἄνθεσι λειμών Anth. луг пестреет цветами.