ἀντίπτωσις: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η [[εναλλαγή]] των πτώσεων, η [[χρήση]] μιας πτώσης [[αντί]] άλλης που χρησιμοποιείται [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> η [[αντίσταση]]. | |mltxt=[[ἀντίπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η [[εναλλαγή]] των πτώσεων, η [[χρήση]] μιας πτώσης [[αντί]] άλλης που χρησιμοποιείται [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> η [[αντίσταση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίπτωσις:''' εως ἡ грам. антиптосис, употребление одного падежа вместо другого. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.). II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V.135.
German (Pape)
[Seite 260] ἡ, Gegenfall, bei den Gramm. Setzung eines Casus anstatt eines anderen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, Ἱππ. 22. 48. ΙΙ. παρὰ γραμμ., ἐναλλαγὴ πτώσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Decent.3]
1 oposición, resistencia χαλεποὶ πρὸς τὰς ἀντιπτώσιας Hp.l.c.
2 gram. cambio o sustitución de casos Ἰαπετιονίδῃ· ἀντίπτωσίς ἐστιν. ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἰαπετωνίδου Sch.Hes.Th.528, cf. Tz.Ex.p.85, Sch.Ar.V.135, Seru.4.416.15, 4.498.18, Priscian.Inst.17.155, Sch.Th.1.6.
Greek Monolingual
ἀντίπτωσις, η (Α)
1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως
2. η αντίσταση.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπτωσις: εως ἡ грам. антиптосис, употребление одного падежа вместо другого.