ἀποκινέω: Difference between revisions
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>ἀποκινήσασκεν</i>· [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]] από, με γεν., σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>ἀποκινήσασκεν</i>· [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]] από, με γεν., σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκῑνέω:''' <b class="num">1)</b> сдвигать, поднимать ([[δέπας]] τραπέζης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> оттеснять (τινα θυράων Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A remove or put away from, ἀποκινήσασκε τραπέζης Il.11.636; μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107; τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69. II intr., move off, abscond, Aen.Tact.10.5, Polyaen.1.43.2.
German (Pape)
[Seite 307] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε δέπας τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῑνέω: μέλλ. -ήσω, ἀποκινῶ ἢ μεταφέρω, ἀποκυλίω, ἀφαιρῶ ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκινήσασκε τραπέζης Ἰλ. Λ. 636· μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων Ὀδ. Χ. 107, οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι ἠδυνήθη ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀπέρχομαι, «ξεκινῶ», Αἰν. Τακτ. 10, Πολύαιν. 1. 43, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
repousser : τινα θυράων OD écarter qqn des portes.
Étymologie: ἀπό, κινέω.
Spanish (DGE)
(ἀποκῑνέω)
• Morfología: [aor. ἀποκινήσασκε Il.11.636]
1 apartar, retirar c. ac. y gen. ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν (δέπας) Il.l.c., μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107, c. ac. τοὺς σφῆνας D.P.Au.1.14.
2 intr. retirarse, alejarse de una ciudad, Aen.Tact.10.5, cf. Polyaen.1.43.2
•zarpar ἡ ναῦς ἀπεκινεῖτο X.Eph.1.10.8
•librarse c. gen. τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69.
Greek Monotonic
ἀποκῑνέω: μέλ. -ήσω· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποκινήσασκεν· μετακινώ, μεταφέρω, απομακρύνω από, με γεν., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκῑνέω: 1) сдвигать, поднимать (δέπας τραπέζης Hom.);
2) оттеснять (τινα θυράων Hom.).