ἀσυγγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυγγνώμων:''' gen. ονος не прощающий, безжалостный Dem., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγγνώμων Medium diacritics: ἀσυγγνώμων Low diacritics: ασυγγνώμων Capitals: ΑΣΥΓΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: asyngnṓmōn Transliteration B: asyngnōmōn Transliteration C: asyggnomon Beta Code: a)suggnw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A not pardoning, merciless, D.21.100, Plu.2.59e: irreg. Sup. -έστατος Phint. ap. Stob.4.23.61.

German (Pape)

[Seite 379] ον, nicht verzeihend, unbarmherzig Dem. 21, 100; Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ne pardonne pas, inexorable.
Étymologie: ἀ, συγγνώμων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
que no perdona, inexorable οὐδεὶς γάρ ἐστι δίκαιος τυγχάνειν ... συγγνώμης τῶν ἀσυγγνωμόνων D.21.100, cf. Phint.153, Plu.2.59d.

Greek Monolingual

ἀσυγγνώμων, -ον (Α) συγγνώμων
αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος.

Greek Monotonic

ἀσυγγνώμων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που δεν συγχωρεί, αμείλικτος, ανηλεής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγγνώμων: gen. ονος не прощающий, безжалостный Dem., Plut.