βασιλίς: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰσῐλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = <i>βασίλειᾰ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βασίλισσα]], πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[βασιλικός]], στον ίδ. | |lsmtext='''βᾰσῐλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = <i>βασίλειᾰ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[βασίλισσα]], πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[βασιλικός]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰσῐλίς:''' <b class="num">I</b> ίδος adj. f царская, царственная Eur.<br /><b class="num">II</b> ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> царица или царевна Soph., Eur., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[οἰκία]]) царский дворец Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = βασίλειᾰ, queen, princess, S.Ant.941 (dub.l.), E.Hec.552; β. νύμφη, γυνή, E.Med.1003, Hipp.778: in Prose, β. γυναικῶν Pl.Lg.694e, cf. Plu.Alex.21; of a Roman Imperial princess, Philostr.VA1.3. b = βασίλισσα 2, Eust. 1425.42. 2 as Adj., royal, ἑστία, εὐναί, E.Rh.718, IA1307 (lyr.); of cities, β. Ῥώμη IG14.830 (Puteoli); β. πόλις, of Rome, Gal.14.796; of Constantinople, OGI521.22 (Abydos), Them.Or.11.144a, Agath.1.4, etc.; so β. alone, Lyd.Mag.2.14; also β. χώρα, = Rome, Vett.Val.226.14. b metaph., καρδίη β. Hp.Nat.Hom.6. II kingdom, D.S.29.22.
German (Pape)
[Seite 437] ίδος, dasselbe, Soph. Ant. 932; Eur. Hec. 552; übh. fem. zu βασιλεύς, königlich, z. B. γυνή, νύμφη, Hipp. 778 Med. 1003; ἑστία Rhes. 718; wie γυνή Plat. Legg. III, 694 d; Sp., z. B. Plut. Al. 21. – Die Frau des Archon βασιλεύς, nach Eusth.; – sc. οἰκία, Palast, D. Sic. Exc. p. 623, 30. – Bei Poll. 7, 85 eine Art Schuhe.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ, βασίλισσα, ἡγεμονίς, Σοφ. Ἀντ. 941, Εὐρ. Ἑκ. 552· συναπτόμενον τοῖς νύμφη, γυνὴ Εὐρ. Μήδ. 1002, Ἱππ. 778· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, β. γυναικῶν Πλάτ. Νόμ. 694E, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 21· πρβλ βασίλισσα 2. 2) ὡς ἐπίθ., βασιλικός, ἑστία, εὐναὶ Εὐρ. Ρήσ. 718, Ι. Α. 1306· ἡ β. πόλις, ἐπὶ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰουστ. Μ. 1 Ἀπολ. 26, 56, Εύαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9. ΙΙ. βασιλικὸν ἀνάκτορον, Διοδ. Ἐκλ. σ. 623 Wessel. ΙΙΙ. εἶδος ὑποδημάτων, Πολυδ. Ζ΄, 85, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de roi ou de reine, royal ; νύμφη βασιλίς EUR jeune reine, βασιλὶς γυνή EUR reine;
2 subst. (ἡ) reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monolingual
βασιλίς (-ίδος), η (AM) βασιλεύς
βασιλὶς ή «βασιλὶς τῶν πόλεων» — η κορυφαία πόλη, η Κωνσταντινούπολη
μσν.
φρ. «ἡ βασιλὶς τῶν ἀρετῶν» — η κορυφαία αρετή
αρχ.
1. βασίλισσα
2. βασιλοπούλα
3. η βασίλιννα
4. το βασίλειο, η επικράτεια του βασιλιά
5. ως επίθ. η βασιλική, αυτή που ανήκει στον βασιλιά.
Greek Monotonic
βᾰσῐλίς: -ίδος, ἡ, = βασίλειᾰ,
1. βασίλισσα, πριγκήπισσα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. ως επίθ., βασιλικός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλίς: I ίδος adj. f царская, царственная Eur.
II ίδος ἡ
1) царица или царевна Soph., Eur., Plat., Plut.;
2) (sc. οἰκία) царский дворец Diod.