δεκαέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαέτηρος:''' Plat. = [[δεκαετής]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

ον, (ἔτος)

   A ten-yearly: χρόνος δ. a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκα-ετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as Subst., period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκα-ετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.

Greek Monolingual

δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].

Greek Monotonic

δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.