δέημα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέημα:''' -ατος, τό ([[δέομαι]]), [[ικεσία]], [[παράκληση]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δέημα:''' -ατος, τό ([[δέομαι]]), [[ικεσία]], [[παράκληση]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δέημα:''' ατος τό Arph. = [[δέησις]] I.
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέημα Medium diacritics: δέημα Low diacritics: δέημα Capitals: ΔΕΗΜΑ
Transliteration A: déēma Transliteration B: deēma Transliteration C: deima Beta Code: de/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (δέομαι)

   A entreaty, δέημα δεῖσθαι Ar.Ach.1059.

German (Pape)

[Seite 534] τό, die Bitte, δέημα δεῖσθαι, eine Bitte thun, Ar. Ach. 1059.

Greek (Liddell-Scott)

δέημα: τό, (δέομαι) παράκλησις, δέημα δεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ.1059.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prière.
Étymologie: δέομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
ruego, súplica δ. δεῖσθαι dirigir una súplica, suplicar Ar.Ach.1059, cf. Sch.A.Eu.92-93, Tz. en An.Matr.591.

• Etimología: Nombre de acción de la r. de 2 δέω q.u.

Greek Monolingual

δέημα, το (AM)
παράκληση, ικεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ»].

Greek Monotonic

δέημα: -ατος, τό (δέομαι), ικεσία, παράκληση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δέημα: ατος τό Arph. = δέησις I.