διάδρομος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''διάδρομος:''' -ον ([[διαδραμεῖν]]), αυτός που τρέχει μέσα από ή [[ολόγυρα]], διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· [[λέχος]] δ., παραστρατημένη, παράνομη [[αγάπη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάδρομος:''' <b class="num">1)</b> бегающий взад и вперед, т. е. беспорядочный (φυγαί Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> шатающийся во все стороны, неустойчивый (λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> непостоянный, непрочный ([[λέχος]] Eur.).<br /><b class="num">I</b> ὁ Luc. = [[διαδρομή]] 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.). II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή 11, Luc. Hipp.6.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
I que corre διάδρομοι φυγαί huidas a la carrera A.Th.191, κίοσιν ἔμβολα διάδρομα entablamento que se desploma sobre los pilares E.Ba.592
•fig. rel. infidelidad ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους E.El.1156.
II subst. ὁ δ.
1 pasillo ὁ θερμὸς ... δ. Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Luc.Hipp.6.
2 paso marítimo entre islas, D.S.3.38.
3 cerrojo, pestillo Eust.1900.59.
Greek Monolingual
ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, -ον)
1. η δίοδος, το πέρασμα
2. επιμήκης χώρος μέσω του οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο
3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός τεχνικού έργου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο («διάδρομοι πλοίου»)
αρχ.
1. ως επίθ. α) ο περιπλανώμενος
β) ο παράνομος
γ) ο χαλαρός
2. το αρσ. ως ουσ. η διαδρομή.
Greek Monotonic
διάδρομος: -ον (διαδραμεῖν), αυτός που τρέχει μέσα από ή ολόγυρα, διασταυρούμενος, περιπλανώμενος, σε Αισχύλ.· λέχος δ., παραστρατημένη, παράνομη αγάπη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διάδρομος: 1) бегающий взад и вперед, т. е. беспорядочный (φυγαί Aesch.);
2) шатающийся во все стороны, неустойчивый (λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.);
3) непостоянный, непрочный (λέχος Eur.).
I ὁ Luc. = διαδρομή 4.