διαμερισμός: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμερισμός:''' ὁ, [[διαχωρισμός]], [[διαίρεση]], [[διαφωνία]], [[ασυμφωνία]], [[διχόνοια]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διαμερισμός:''' ὁ, [[διαχωρισμός]], [[διαίρεση]], [[διαφωνία]], [[ασυμφωνία]], [[διχόνοια]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμερισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> раздел, распределение ([[δικαίως]] [[τόν]] διαμερισμὸν ποιεῖν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> раскол (οὐκ [[εἰρήνη]], ἀλλὰ δ. NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7. II dissension, Ev.Luc.12.51.
German (Pape)
[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1división, reparto c. gen. obj. τῶν φόρων D.S.11.47, εἰς αὐτοὺς (τοὺς διαδόχους) τῆς βασιλείας I.AI 10.274, sin gen. Μοίρας καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον que las Moiras son así llamadas por su división en Cloto, Láquesis y Atropo, Placit.1.28.3
•partición de bienes, Poll.8.136.
2 división territorial c. gen. partit. ὁ τῆς πόλεως δ. la distribución urbana Pl.Lg.771d, αὕτη ἡ γῆ ... ταῖς φυλαῖς Ισραηλ, καὶ οὗτοι οἱ διαμερισμοὶ αὐτῶν ésta es la tierra para las tribus de Israel y éstas sus partes LXX Ez.48.29
•lugar, puesto en la πρόοδος de los seres, Iambl.Myst.2.1.
II fig. disensión παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ ... διαμερισμόν he venido a la tierra a traer la disensión, Eu.Luc.12.51.
English (Strong)
from διαμερίζω; disunion (of opinion and conduct): division.
English (Thayer)
διαμερισμου, ὁ (διαμερίζω), division;
1. a parting, distribution: Plato, legg. 6, p. 771d.; Diodorus 11,47; Josephus, Antiquities 10,11, 7; the Sept. disunion, dissension: opposite εἰρήνη, διαμερίζω, 1.
Greek Monolingual
ο (AM διαμερισμός) διαμερίζω
κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός
αρχ.
ασυμφωνία, έχθρα.
Greek Monotonic
διαμερισμός: ὁ, διαχωρισμός, διαίρεση, διαφωνία, ασυμφωνία, διχόνοια, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαμερισμός: ὁ1) раздел, распределение (δικαίως τόν διαμερισμὸν ποιεῖν Diod.);
2) раскол (οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ δ. NT).