δολιχόουρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόουρος:''' и [[δολιχοῦρος]] ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόουρος Medium diacritics: δολιχόουρος Low diacritics: δολιχόουρος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΟΥΡΟΣ
Transliteration A: dolichóouros Transliteration B: dolichoouros Transliteration C: dolichoouros Beta Code: dolixo/ouros

English (LSJ)

or δολίχ-ουρος, ον,

   A long-tailed: metaph. of verses with a syll. redundant (as Od.5.231), Sch.Heph.p.290C., Eust.12.33.

German (Pape)

[Seite 654] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόουρος: ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. μείουρος.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. δολίχουρ- Eust.12.34
de larga cola, fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. Il.3.237, Od.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.Ex.42.18L.

Greek Monolingual

ο (AM δολιχόουρος, -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)
(μετρ.) (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο τέλος μια συλλαβή παραπάνω
αρχ.
αυτός που έχει μακριά ουρά.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόουρος: и δολιχοῦρος ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).