ἔμπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (με εχθρ. σημ.) [[πτώση]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επίθεση]], [[πίεση]]<br /><b>3.</b> ξαφνική [[πτώση]], [[είσοδος]], [[σύγκρουση]], [[συμπίεση]]<br /><b>4.</b> [[κλίση]], [[ροπή]]<br /><b>5.</b> (για [[εξάρθρωση]]) [[ανάταξη]]<br /><b>6.</b> <b>(ειδ.)</b> η ετήσια [[πλημμύρα]] του ποταμού Νείλου.
|mltxt=[[ἔμπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (με εχθρ. σημ.) [[πτώση]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επίθεση]], [[πίεση]]<br /><b>3.</b> ξαφνική [[πτώση]], [[είσοδος]], [[σύγκρουση]], [[συμπίεση]]<br /><b>4.</b> [[κλίση]], [[ροπή]]<br /><b>5.</b> (για [[εξάρθρωση]]) [[ανάταξη]]<br /><b>6.</b> <b>(ειδ.)</b> η ετήσια [[πλημμύρα]] του ποταμού Νείλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπτωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> падение внутрь (или на что-л) (τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> проникновение (εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπτωσις Medium diacritics: ἔμπτωσις Low diacritics: έμπτωσις Capitals: ΕΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: émptōsis Transliteration B: emptōsis Transliteration C: emptosis Beta Code: e)/mptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A falling into, Corn.ND22: generally, falling, [καρπῶν] Cat.Cod.Astr.7.186.    2 falling upon, pressure, D.H.9.23.    3 incidence, impact, εἰδώλων Epicur.Sent.Vat.24, Cic.Att.2.3.2 (pl.); τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Placit.3.2.10.    4 propensity, διανοίας Onos.1.11.    5 reduction of dislocation, Gal.18(1).325.    6 inundation of the Nile, Heph.Astr.1.21.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, das Hineinfallen, der Anfall, D. Hal. 9, 23 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐντός τινος, Εὐστ. Πονημάτ. 297. 10. ΙΙ. τὸ ἐπιπίπτειν κατά τινος, πίεσις, Διον. Ἁλ. 9. 23. 2) πρόσπτωσις, ὁρᾶν δ’ ἡμᾶς κατ’ εἰδώλων ἐμπτώσεις Διογ. Λ. 944.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1embate, impacto, acometida de fuerzas de la naturaleza ἡ εἰς τὰς ἐν τῇ γῇ σήραγγας ἔ. τῆς τε θαλάττης Corn.ND 22, τῶν ὑδάτων Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.33.26, cf. Ael.NA 2.22, βιαία ... ἀνέμου ἔ. Erot.70.9, fig. de las pasiones μαλακισθέντες διὰ τῆς τῶν παθημάτων ἐμπτώσεως Gr.Nyss.Hom.in Cant.110.19, τὰς αἰφνιδίους περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἐμπτώσεις αὐτοῦ (τοῦ Ἔρωτος) Porph.Fr.359.117, cf. Abst.2.39.
2 empuje, presión ἐφεστηκότων κατόπιν ... ἐμπτώσει πολλῇ συνεργούμενοι ayudados por la fuerte presión de los que estaban situados detrás D.H.9.23, εἰς τὴν ῥῖνα τοῦ πνεύματος Gal.2.877, cf. Sor.2.2.17.
3 caída en vertical, desprendimiento τῶν ὑγρῶν καρπῶν Cat.Cod.Astr.7.186, τὰ φυτὰ ... ῥήξεις δὲ καὶ ἐμπτώσεις ἐργάζεται ταῖς ληνοῖς las plantas provocan grietas y desprendimientos en los abrevaderos Iul.Ascal.49.1.
4 propensión, tendencia ὅντινα ... φιλοῦσιν αὐτομάτῃ διανοίας ἐμπτώσει Onas.1.11.
II usos téc.
1 fil., cien., en la teoría atomista incidencia, impacto de los rayos luminosos o de su substrato material en un medio ἐνύπνια οὐκ ἔλαχε φύσιν θείαν ... ἀλλὰ γίνεται κατὰ εἰδώλων ἔμπτωσιν Epicur.Sent.Vat.[6] 24, cf. Diog.Oen.9.3.7, Gr.Nyss.Hom.in Cant.105.13, ὁρᾶν δ' ἡμᾶς κατ' εἰδώλων ἐμπτώσεις (opina Demócrito) que nosotros vemos por la incidencia de las imágenes sobre los ojos, D.L.9.44, cf. Cic.Att.23.2, τὴν εἰς τὰ νέφη τοῦ ἡλίου βιαίαν ἔμπτωσιν πολλάκις σπινθηρίζειν Placit.3.2.10 (= Metrod.Chius A 14), cf. 3.3.7 (= Emp.A 63)
incidencia, entrada de la sombra durante un eclipse op. ἀνακάθαρσις Heph.Astr.1.21.3, 5, αἱ δὲ ἐμπτώσεις τῆς σελήνης εἰς τὸ σκίασμα Gem.11.5.
2 medic. reducción, recolocación de un hueso dislocado, Gal.18(1).325, τῶν ἄρθρων Gal.18(1).354.
3 gram. interposición, inserción un tipo de pleonasmo ἐξ ἐμπτώσεως πλεονάσαντος τοῦ ᾱ en los gentilicios en -ιάδης Eust.13.29.

Greek Monolingual

ἔμπτωσις, η (Α)
1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι
2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση
3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση
4. κλίση, ροπή
5. (για εξάρθρωση) ανάταξη
6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα του ποταμού Νείλου.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπτωσις: εως ἡ1) падение внутрь (или на что-л) (τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.);
2) проникновение (εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog. L.).