ἔκροος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκροος:''' συνηρ. -[[ρους]], ὁ ([[ἐκρέω]]), [[εκροή]], [[εκβολή]], [[διαρροή]], [[στόμιο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἔκροος:''' συνηρ. -[[ρους]], ὁ ([[ἐκρέω]]), [[εκροή]], [[εκβολή]], [[διαρροή]], [[στόμιο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκροος:''' стяж. [[ἔκρους]] ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; [[λίμνη]] οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκροος Medium diacritics: ἔκροος Low diacritics: έκροος Capitals: ΕΚΡΟΟΣ
Transliteration A: ékroos Transliteration B: ekroos Transliteration C: ekroos Beta Code: e)/kroos

English (LSJ)

contr. ἔκρους, ὁ,

   A outflow, issue, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, of rivers, Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2(pl.).    2 κατ' ἔκροον by excretion, Hp.Epid.2.1.7.    II outlet, Arist.Mete.351a10; means of escape, Hp.Virg.

German (Pape)

[Seite 778] zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκροος: συνῃρ. -ρους, ὁ, τὸ ἐκρέειν, ἐκροή, ἐκβολή, ἔκροον ἔχειν ἐς θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἡρόδ. 7. 129, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 3, 2. ΙΙ. μέρος πρὸς ἐκροὴν τῶν ὑδάτων, διέξοδος, οὐκ ἔχουσα ἔκρουν φανερὸν ἡ λίμνη Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 27· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 562. 41., 1002Β.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
v. ἔκρους.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): contr. -ους IOropos 293.2 (IV a.C.)
1 salida, desembocadura οἱ μὲν (ποταμοί) ... ἔκροον ἔχουσι ἐς θάλασσαν Hdt.7.129, cf. Arr.An.4.3.2, del mar Caspio, Arist.Mete.351a10, del lago Averno, D.S.4.22, del Mar del Norte, D.S.5.21, del Bósforo, Str.1.3.12
salida, desagüe de los canalones de los tejados, Arist.Ath.50.2, de la sangre, Hp.Virg.1.
2 derrame, flujo, excreción Hp.Epid.2.1.7.
3 canal, conducto de desagüe, IOropos l.c.

Greek Monotonic

ἔκροος: συνηρ. -ρους, ὁ (ἐκρέω), εκροή, εκβολή, διαρροή, στόμιο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκροος: стяж. ἔκρους ὁ проток, выход (для воды), устье (ἔκροον ἔχειν εἰς θάλασσαν Her.; λίμνη οὐκ ἔχουσα ἔκρουν Arst.).