ἔνδυμα: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔνδῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐνδύω]]), [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[ιμάτιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | |lsmtext='''ἔνδῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐνδύω]]), [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[ιμάτιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνδυμα:''' ατος τό Plut., NT = [[ἐνδυτόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐνδύω)
A garment, IG12(5).593A4 (Iulis, V B.C.), Men.Pk.269, LXX 4 Ki.10.22,al., BCH6.25 (Delos, ii B. C.), PFay.12.20 (ii B. C.), Str.3.3.7, Ev.Matt.7.15, Plu.Sol.8, Porph.Abst.1.31, etc.; covering, τῶν ἀστῶν Gal.19.367, prob. in Hp.Cord.8.
German (Pape)
[Seite 836] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠμα: τό, (ἐνδύω) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἐνδύω.
Spanish (DGE)
(ἔνδῡμα) -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ- AP 6.280]
1 vestido, vestidura, vestimenta frec. en cont. ritual o festivo ἐν ἑμα[τ] ίο[ις τρι] σὶ λευκοῖς, στρώματι καὶ ἐνδύματι [καὶ ἐ] πιβλε̄́ματι en un rito funerario Sokolowski 3.97A.3 (Ceos V a.C.), καθήμενος ἐνδύματι καὶ λύρᾳ ὁ Πίνδαρος como poeta, Aeschin.Ep.4.3, gener. ἐνδύμαθ' οἷ' ¡qué vestidos! Men.Pc.519, cf. D.L.8.43, κορᾶν ἐνδύματα vestidos de muñecas ofrecidas a Ártemis AP l.c., cf. PCair.Zen.20.3 (III a.C.), junto a ἔσθησις Str.3.3.7, ἐξάγαγε ἐνδύματα πᾶσι τοῖς δούλοις τοῦ Βααλ LXX 4Re.10.22, cf. 2Re.1.24, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα sus vestidos (son) de lino y púrpura LXX Pr.31.22, cf. ID 1417.A.1.52, 442.A.207 (ambos II a.C.), ἔστι δὲ τοῦτο τὸ ἔ. ποδήρης χιτών del sumo sacerdote judío, I.AI 3.153, τῶν ἀρχιερέων I.BI 6.389, cf. 5.232, Plu.Sol.8, Pythag.Ep.3.1, Chrys.Iob 29.7.67, τὸ ἔ. τ<ο>ῦ Ἐλωέ invocado en un conjuro PMag.35.20
•fig. vestidura, envoltura τὸ σῶμα ... ὡς ἔ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent.449, cf. Porph.Abst.1.31, Manes 87.5, τὸ ἔ. τοῦ λόγου la vestidura de la palabra ref. Cristo A.Phil.11.9, cf. Hom.Clem.8.23, ἐνδῦσαι ... ἡμᾶς τὰ ἡτοιμασμένα ἐνδύματα ... ὑπέσχετο Iust.Phil.Dial.116.2, οἱ μὴ ἔχοντες ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς los que no están revestidos del buen deseo Herm.Mand.12.1.1, βάπτισμα ... ἔ. φωτεινόν Cyr.H.Procatech.16.
2 disfraz, apariencia ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων Eu.Matt.7.15, ἔ. τῆς ἀσεβείας ἐστὶν αὐτοῖς ἡ φιλία τοῦ γράμματος el amor a la letra les sirve (a los judíos) de disfraz de la impiedad Gr.Naz.M.36.136B.
3 medic. envoltura τῶν ὀστῶν del periostio, Gal.19.367, σχῆμα στερεὸν ... τὸ σπλάγχνον διὰ τὸ πλατυκὸν τοῦ ἐνδύματος del pericardio, Hp.Cord.8.
English (Strong)
from ἐνδύω; apparel (especially the outer robe): clothing, garment, raiment.
English (Thayer)
ἐνδυτός, τό (ἐνδύω), garment, raiment, (Aulus Gellius, Lactantius indumentum): a cloak, an outer garment: ἔνδυμα γάμου, a wedding garment); ἔνδυμα προβάτων, sheep's clothing, i. e. the skins of sheep, Strabo 3,3, 7); Josephus, b. j. 5,5, 7; (Antiquities, 3,7, 2); Plutarch, Song of Solomon 8; the Sept. for לְבוּשׁ.)
Greek Monolingual
το (AM ἔνδυμα)
1. φόρεμα για την κάλυψη του σώματος «ἔνδυμα γάμου»
2. περίβλημα συσκευής
μσν.- νεοελλ.
τα απαραίτητα ηθικά προσόντα για να εισέλθει κανείς στη βασιλεία τών ουρανών
νεοελλ.
άδεια εισόδου.
Greek Monotonic
ἔνδῠμα: -ατος, τό (ἐνδύω), ένδυμα, ρούχο, ιμάτιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδυμα: ατος τό Plut., NT = ἐνδυτόν.