ἐνείρω: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνείρω:''' περνώ [[κορδόνι]] σε [[κάτι]], [[κρεμώ]] σε [[σχοινί]], [[αρμαθιάζω]], σε Παθ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐνείρω:''' περνώ [[κορδόνι]] σε [[κάτι]], [[κρεμώ]] σε [[σχοινί]], [[αρμαθιάζω]], σε Παθ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνείρω:''' вплетать, перевивать (ἀνθέρικες ἐνερμένοι περὶ σχοίνους Her.): ἡ ἐνειρμένη [[ἀμφιβολία]] Arst. запутанное противоречие.
}}
}}

Revision as of 19:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνείρω Medium diacritics: ἐνείρω Low diacritics: ενείρω Capitals: ΕΝΕΙΡΩ
Transliteration A: eneírō Transliteration B: eneirō Transliteration C: eneiro Beta Code: e)nei/rw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνεῖρα (v. infr.),

   A entwine, enwreath, τέττιγας ταῖς θριξί Ael.VH4.22:—Pass., ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους Hdt.4.190.    2 thread, pass through, A. n.Tact.31.18; also καρίδα ἀγκίστρῳ Ael.NA1.15; ὀστέοις καὶ νεύροις τινά LXX Jb.10.11; ῥίζαν λίνῳ Dsc.2.166.    3 string together, Thphr.HP9.9.1, 9.12.1 (Pass.).    II insert, πῆχυν μεταξὺ τῶν μηρίων Hp.Art.70; χεῖρας εἰς σφαίρας Dionys. Eleg.3.3; ἐνεῖραν [πεύκῃ] σφῆνας Babr.38.2.

German (Pape)

[Seite 837] (s. εἴρω), an-, einreihen, einfügen; ἀνθερίκων ἐνερμένων Her. 4, 190; praes. ἐνείρετε χεῖρας ἐς σφαίρας κυλίκων Dionys. Ath. XV, 668 f; τέττιγας ταῖς θριξίν Ael. V. H. 4, 22; ἐνῆραν Leseart der mss. Babr. 38, 2, wo aus Suid. ἐναφῆκαν aufgenommen ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνείρω: συμπλέκω, χρυσοῦς ἐνείροντες αὐταῖς (ταῖς θριξὶ) τέττιγας Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22· παθ., ἐξ ἀνθερίκων ἐνερμένων περὶ σχοίνους Ἡρόδ. 4. 190. ΙΙ. βάλλω τι ἐντός, ἐμβάλλω, ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεσηγὺ τῶν μηρῶν κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833 ἐν ἀρχῇ, ἐνείρετε χεῖρας ἅπαντες ἐς σφαῖρας κυλίκων Διονύσ. Χαλκ. 3 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ao. ἔνειρα;
attacher : περί τι autour de qch.
Étymologie: ἐν, εἴρω.

Spanish (DGE)

1 insertar, introducir c. ac. y giro prep. de lugar ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεσηγὺ τῶν μηρῶν Hp.Art.70, ἐς τὴν μήλην τὴν ἀρχὴν τοῦ ὠμολίνου Hp.Fist.4, χρίσας τὴν χεῖρα ... ἔπειτα ἐνείρας ἐς τὴν μήτρην Hp.Superf.7, ἐνείρετε χεῖρας ... ἐς σφαίρας κυλίκων Dionys.Eleg.2.4, cf. en v. pas., Eust.782.28
fig. τὰς δόξας Philostr.VA 6.21.
2 ensartar, hacer pasar por c. ac. y dat. de lugar ἐνείρας τῷ ἀγκίστρῳ καρίδα Ael.NA 1.15, ἁρπεδόνι τὰ κρέα Par.Vat.61, τὴν ῥίζαν ... λίνῳ Dsc.2.166, ἐνεῖραν (πεύκῃ) σφῆνας Babr.38.2, c. giro prep. (τὸ λίνον) εἰς τὰ τρυπήματα Aen.Tact.31.18, cf. Thphr.HP 9.9.1, en v. pas. ῥαφανὶς ἐνειρομένη ἐφ' ὁλοσχοίνου Thphr.HP 9.12.1, cf. Eust.1289.52.
3 bordar πέπλῳ χρυσᾶ ... γράμματα Philostr.VA 3.8.
4 atar χρυσᾶς τὰς ἁλύσεις αὖθις ἐνείροντες Hld.9.2.1
fig. δέρμα καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις καὶ νεύροις με ἐνεῖρας me revestiste de piel y carne y con huesos y nervios me sujetaste LXX Ib.10.11.

Greek Monolingual

ἐνείρω)
1. συμπλέκω, συναρμόζω («οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων ἐνειρμένων περί σχοίνους ἐστί», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ μέσα ή επάνω σε κάτι («ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεταξύ τῶν μηρῶν», Ιπποκρ.)
3. διαπερνώ με κάτι («νεύροις με ἐνείρας», ΠΔ).

Greek Monotonic

ἐνείρω: περνώ κορδόνι σε κάτι, κρεμώ σε σχοινί, αρμαθιάζω, σε Παθ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνείρω: вплетать, перевивать (ἀνθέρικες ἐνερμένοι περὶ σχοίνους Her.): ἡ ἐνειρμένη ἀμφιβολία Arst. запутанное противоречие.