ἐπιβρέμω: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιβρέμω:'''<b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[βρυχώμαι]], [[κραυγάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αιτ., λέω [[κάτι]] ουρλιάζοντας, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐπιβρέμω:'''<b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[βρυχώμαι]], [[κραυγάζω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με σύστ. αιτ., λέω [[κάτι]] ουρλιάζοντας, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβρέμω:''' <b class="num">1)</b> заставлять гудеть (τὸ [[πῦρ]] - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. стрекотать, щебетать (χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμεται [[χελιδών]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> восклицать (ἐπ᾽ εὐάσμασί τι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A make to roar, τὸ δ' (sc. πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Il.17.739:—Med., roar, χείλεσιν δεινὸν ἐ. χελιδών (comicé) Ar.Ra.680 (lyr.), cf.Opp.C.4.171. II. roar out, [ἐπ'] εὐάσμασι τοιάδ' ἐπιβρέμει E.Ba.151: abs., ring, οὔασιν ἠχή Musae.193; στεροπῇσιν Q.S.14.458.
German (Pape)
[Seite 930] anbrausen, τὸ (πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο, die Gewalt des Sturmes sacht das Feuer brausend an, Il. 17, 739; ἅμα δ' ἐπ' εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τάδε Eur. Bacch. 151, mit Brausen ertönen lassen. – Intrans. bei sp. D., Mus. 193 ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή, tönt in die Ohren. – Das med. hat Ar. Ran. 680, ἐφ' οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται – χελιδών, auf dessen Lippen lärmt; ἐπιβρέμεται δ' ὃλος αἰθήρ Opp. Cyn. 4. 171.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρέμω: ποιῶ τι βρέμειν, ἠχεῖν, παταγεῖν, τὸ δ’ (δηλ. τὸ πῦρ) ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Ἰλ. Ρ. 739.- Μέσ., χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδῶν, ἐκπέμπει ἀγρίας φωνάς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 680, πρβλ. Ὀππ. Κ. 4. 171. ΙΙ. ἐπιβοῶ μετὰ φωνῆς βροντώδους, ἅμα δ’ ἐπ’ εὐάσμασιν ἐπιβρέμει τοιάδ’ Εὐρ. Βάκχ. 151:- ἀπολ., ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχὼ Μουσαῖος 193· οἶον ὅτε στεροπῇσιν ἐπιβρέμει ἄσπετος αἰθὴρ Κόϊντ. Σμ. 14. 458.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπέβρεμον;
faire mugir ou gronder, acc..
Étymologie: ἐπί, βρέμω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιβρέμω (Α)
1. κάνω κάτι να ηχεί («τὸ δ' [τὸ πῡρ] ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. αντηχώ, βουίζω
3. κραυγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρέμω «ηχώ»].
Greek Monotonic
ἐπιβρέμω:I. κάνω κάτι να ηχεί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., βρυχώμαι, κραυγάζω, σε Αριστοφ.
II. με σύστ. αιτ., λέω κάτι ουρλιάζοντας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρέμω: 1) заставлять гудеть (τὸ πῦρ - acc. - ἐπιβρέμει ἲς ἀνέμοιο Hom.);
2) med. стрекотать, щебетать (χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμεται χελιδών Arph.);
3) восклицать (ἐπ᾽ εὐάσμασί τι Eur.).