Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπόρπημα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπόρπημα:''' дор. [[ἐπιπόρπωμα]], ατος τό платье, плащ (застегивавшиеся на плече пряжкой) Plut.
}}
}}

Revision as of 20:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόρπημα Medium diacritics: ἐπιπόρπημα Low diacritics: επιπόρπημα Capitals: ΕΠΙΠΟΡΠΗΜΑ
Transliteration A: epipórpēma Transliteration B: epiporpēma Transliteration C: epiporpima Beta Code: e)pipo/rphma

English (LSJ)

Dor. ἐπιπόρπ-ᾱμα, ατος, τό,

   A garment buckled over the shoulders, cloak, mantle, part of the dress of a musician, Pl.Com.10, App.Pun. 109.

German (Pape)

[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ ἐμπερόνημα, πᾶν ἔνδυμα κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement agrafé sur l’épaule.
Étymologie: ἐπί, πόρπη.

Greek Monolingual

ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) επιπορπούμαι
1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού
2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού
3. στολίδι της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.

Greek Monotonic

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, κάθε ένδυμα που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, μανδύας, κάπα, πανωφόρι, πέπλος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόρπημα: дор. ἐπιπόρπωμα, ατος τό платье, плащ (застегивавшиеся на плече пряжкой) Plut.