ἕστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἕστωρ:''' -ορος, ὁ, [[ξυλόπροκα]] στην [[άκρη]] πασσάλου, που διαπερνά το [[άρμα]] και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο ([[κρίκος]]), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἕστωρ:''' ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
}}
}}

Revision as of 20:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστωρ Medium diacritics: ἕστωρ Low diacritics: έστωρ Capitals: ΕΣΤΩΡ
Transliteration A: héstōr Transliteration B: hestōr Transliteration C: estor Beta Code: e(/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d’autres ἕκτωρ, de ἔχω.

English (Autenrieth)

ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)

Greek Monolingual

(I)
ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].———————— (II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].

Greek Monotonic

ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἕστωρ: ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.