εὔτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ευμετάβλητος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὔτρεπτος:''' -ον ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, [[ευμετάβλητος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτρεπτος:''' <b class="num">1)</b> непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; [[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτρεπτος Medium diacritics: εὔτρεπτος Low diacritics: εύτρεπτος Capitals: ΕΥΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eútreptos Transliteration B: eutreptos Transliteration C: eytreptos Beta Code: eu)/treptos

English (LSJ)

ον,

   A easily changing, Arist.Mu.400a23, Plu.Mar.21; ζωή Man.4.532; ὕδατα Plu.2.912b.    2 Medic., of diseases, mild, Gal.15.590; but εὔ. ἐς συγκοπήν easily turning to... Aret.CA 1.1.    b of the skin, sensitive, Menemach. ap. Orib.10.15.3.    3 ready, inclined, τὸ εὔ. πρὸς μεταβολάς Plu.2.978f.    4 versatile, Poll.6.121, cj. in Man.4.86.    5 Adv. -τως v.l. for εὐτρεπῶς, J. Vit.61.

German (Pape)

[Seite 1103] leicht zu drehen, veränderlich, Arist. u. Sp.; τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν Plut. Mar. 21; πρὸς μεταβολάς, geneigt zu Veränderungen, sol. an. 27; dah. auch = leicht in Fäulniß übergehend, qu. nat. 2. Vom Pferde, Poll. 1, 195.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτρεπτος: -ον, εὐκόλως τρεπόμενος, μεταβαλλόμενος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Πλουτ. Μάρ. 21˙ τὸ εὔτρεπτον ὁ αὐτ. 2. 912Β˙ ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, Γαλην. 15. 590. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, ἐπιρρεπής, εὔτρεπτος πρὸς μεταβολάς, εὐμετάβολος, αὐτόθι 978F, Πολυδ. Ϛ΄, 121.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on fait tourner facilement, versatile, changeant ; τὸ εὔτρεπτον PLUT caractère mobile ou inconstant;
2 enclin : πρός τι à qch.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Greek Monolingual

εὔτρεπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα
2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός
3. (για δέρμα) ευαίσθητος
4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι
5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος.
επίρρ...
εὐτρέπτως (Α)
ευτρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεπτός (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτρεπτος: -ον (τρέπω), αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ευμετάβλητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτρεπτος: 1) непостоянный, изменчивый, неустойчивый (τὰ ἐπὶ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.);
2) наклонный, склонный (πρὸς μεταβολάς Plut.).