ἠλασκάζω: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἠλασκάζω:''' [[εκτεταμένος]] [[τύπος]] του [[ἠλάσκω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φεύγω]] από..., [[αποφεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]· ἐμὸν [[μένος]] ἠλασκάζει, αποφεύγει την [[οργή]] μου, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠλασκάζω:''' <b class="num">1)</b> блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);<br /><b class="num">3)</b> убегать, избегать ([[μένος]] τινός Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
lengthd. form of
A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd. II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).
German (Pape)
[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.
French (Bailly abrégé)
1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.
English (Autenrieth)
(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.
Greek Monolingual
ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].
Greek Monotonic
ἠλασκάζω: εκτεταμένος τύπος του ἠλάσκω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φεύγω από..., αποφεύγω, τρέπομαι σε φυγή· ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, αποφεύγει την οργή μου, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλασκάζω: 1) блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);
2) странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);
3) убегать, избегать (μένος τινός Hom.).