θίξις: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θίξις]], ἡ (Α) [[θιγγάνω]]<br /><b>1.</b> [[πλησίασμα]], [[άγγιγμα]], [[προσέγγιση]], [[ψηλάφηση]] («[[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» — [[μέχρι]] την Ερυθρά [[θάλασσα]], την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τον νου) [[αντίληψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατὰ θίξιν [[περισκυθισμός]]» — [[εγχείρηση]] του κρανίου, [[κατά]] την οποία προσεγγίζονταν τα [[άκρα]] του τραύματος<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[άγγιγμα]] τών χορδών της λύρας. | |mltxt=[[θίξις]], ἡ (Α) [[θιγγάνω]]<br /><b>1.</b> [[πλησίασμα]], [[άγγιγμα]], [[προσέγγιση]], [[ψηλάφηση]] («[[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» — [[μέχρι]] την Ερυθρά [[θάλασσα]], την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τον νου) [[αντίληψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατὰ θίξιν [[περισκυθισμός]]» — [[εγχείρηση]] του κρανίου, [[κατά]] την οποία προσεγγίζονταν τα [[άκρα]] του τραύματος<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[άγγιγμα]] τών χορδών της λύρας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θίξις:''' εως ἡ касание, (со)прикосновение (οὐ θ., ἀλλὰ [[ἕνωσις]] Sext.): κατὰ τὴν θίξιν Arst. на ощупь. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A touching, Hp.Mul.1.40, Arist.GA751a19, Ph.202a7, Gal.15.45, S.E.P.3.56,al.; ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατὰ θίξιν as far as the Red Sea, which it touches, Vett.Val.12.20, cf. 13.19; ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός a scalp operation in which the edges of the wound were made to touch, Arch.Pap.4.270 (iii A.D.), cf. Archig. ap. Gal.12.577 (where θῆξιν). II metaph., apprehension of the mind, Plot.5.3.10: pl., Procl.in Prm.p.628S.
German (Pape)
[Seite 1212] ἡ, das Berühren, die Berührung; Arist. gen. anim. 3, 1; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θίξις: -εως, ἡ, ψαῦσις, τὸ ἐγγίζειν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 1, 27, Φυσ. 3. 2, 4.
Greek Monolingual
θίξις, ἡ (Α) θιγγάνω
1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» — μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.)
2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη
3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» — εγχείρηση του κρανίου, κατά την οποία προσεγγίζονταν τα άκρα του τραύματος
4. μουσ.
(κατά τον Πλούτ.) το άγγιγμα τών χορδών της λύρας.
Russian (Dvoretsky)
θίξις: εως ἡ касание, (со)прикосновение (οὐ θ., ἀλλὰ ἕνωσις Sext.): κατὰ τὴν θίξιν Arst. на ощупь.