θυήεις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυήεις:''' -εσσα, -εν ([[θύος]]), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει [[λιβάνι]], αυτός που ευωδιάζει [[λιβάνι]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''θυήεις:''' -εσσα, -εν ([[θύος]]), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει [[λιβάνι]], αυτός που ευωδιάζει [[λιβάνι]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠήεις:''' ήεσσα, ῆεν<br /><b class="num">1)</b> курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений ([[βωμός]] Hom., Hes.);<br /><b class="num">2)</b> благовонный, благоуханный ([[σπάργανα]], sc. [[Ἑρμέω]] HH).
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠήεις Medium diacritics: θυήεις Low diacritics: θυήεις Capitals: ΘΥΗΕΙΣ
Transliteration A: thyḗeis Transliteration B: thyēeis Transliteration C: thyieis Beta Code: quh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (θύος)

   A smoking with incense, fragrant, Ep. epith. of βωμός, Il.8.48, Od.8.363, Hes.Th.557; σπάργανα h.Merc.237.

German (Pape)

[Seite 1221] εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.

Greek (Liddell-Scott)

θυήεις: εσσα, εν, (θύος) εὐωδιάζων ἐκ καπνοῦ θυμιάματος, εὐώδης, Ὁμηρικόν ἐπίθετον τοῦ βωμός Ἰλ. Θ. 48, Ψ. 148. Ὀδ. Θ. 363∙ οὕτως, Ἡσ. Θ. 557∙ ἀλλ’ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 237, περὶ τῶν σπαργάνων τοῦ Ἑρμοῦ.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui exhale le parfum de l’encens.
Étymologie: θύος.

English (Autenrieth)

(θύος): smoking with incense, fragrant.

Greek Monolingual

θυήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.)
2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αιγλ-ήεις, πετρ-ήεις)].

Greek Monotonic

θυήεις: -εσσα, -εν (θύος), αυτός που καπνίζει, καίει ή μυρίζει λιβάνι, αυτός που ευωδιάζει λιβάνι, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠήεις: ήεσσα, ῆεν
1) курящийся благовониями или струящий аромат жертвоприношений (βωμός Hom., Hes.);
2) благовонный, благоуханный (σπάργανα, sc. Ἑρμέω HH).