ἰλύς: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰλύς:''' [ῑ], -ύος, ἡ, [[λάσπη]], βρωμιά, [[βόρβορος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη [[συλλαβή]] της γεν. είναι [[μακρά]] εν άρσει, [[αλλά]] βραχεία εν θέσει). | |lsmtext='''ἰλύς:''' [ῑ], -ύος, ἡ, [[λάσπη]], βρωμιά, [[βόρβορος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη [[συλλαβή]] της γεν. είναι [[μακρά]] εν άρσει, [[αλλά]] βραχεία εν θέσει). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰλύς:''' <b class="num">II</b> тж. [[εἰλύς]], ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами ([[Αἴγυπτος]] Her.).<br />ύος (ῑλῡ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> ил, грязь, тина ([[ὕδατος]] ῥέοντος Arst.): ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. покрывшийся тиной; τὰ στόματα ἰλὺν πολλὴν λαμβάνοντα Plut. сильно занесенное илом устье (реки);<br /><b class="num">2)</b> гуща, отстой, осадок (ὁ [[οἶνος]] μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:01, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ύος, ἡ,
A mud, slime, τεύχεα . . κείσεθ' ὑπ' ἰλύος κεκαλυμμένα Il.21.318, cf.IG12.94.20, 23, Zeno Stoic.1.29, Inscr.Délos 354.19, etc.; of alluvial soil, Hdt.2.7; ἰ. καὶ ψάμμος Hp.Aër.9. 2 dregs, sediment, Id.Mul.1.66; of wine, Arist.GA753a24, al. 3 impurity, αἵματος Gal.1.603, cf. 616; στέρνων Androm. ap. eund.14.35. [ἰλῡς -ῡν Choerob.in Theod.1.331; gen. ἰλῠος APl.4.230 (Leon.), A.R. 1.10, but ἰλῡος (metri gr. Hdn.Gr.2.117) Il. l.c.] (Cf. Russ. il, Polish it 'mud', 'potter's clay'.)
German (Pape)
[Seite 1251] ῦος, ἡ (mit ἴλλω, εἰλύω zusammenhangend), Schlamm, Koth, τεύχεα – νειόθι λίμνης κείσεθ' ὑπ' ἰλῖος (Wolf ἰλ ύος) κεκαλυμμένα Il. 21, 318, Her. 2, 7; Arist. gen. an. 3, 2 u. Sp. [Bei Leon. Tar. 39 (Plan. 230) ist in ἰλύος das υ kurz.]
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
limon, fange ; alluvion.
Étymologie: R. ἸλϜ, p. ϜιλϜ, ϜελϜ, rouler ; v. ἴλλω.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰλύς, -ύος)
1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών
2. κατακάθι, καθίζημα
αρχ.
ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu- «λάσπη-μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ, γεν. ila «λάσπη», λετονικό īls «πολύ σκοτεινός».
ΠΑΡ. ιλυώδης
αρχ.
ίλυμα, ιλυόεις.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιλυοδόχη, ιλυόλουτρο].
Greek Monotonic
ἰλύς: [ῑ], -ύος, ἡ, λάσπη, βρωμιά, βόρβορος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η δεύτερη συλλαβή της γεν. είναι μακρά εν άρσει, αλλά βραχεία εν θέσει).
Russian (Dvoretsky)
ἰλύς: II тж. εἰλύς, ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами (Αἴγυπτος Her.).
ύος (ῑλῡ) ἡ
1) ил, грязь, тина (ὕδατος ῥέοντος Arst.): ὑπ᾽ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. покрывшийся тиной; τὰ στόματα ἰλὺν πολλὴν λαμβάνοντα Plut. сильно занесенное илом устье (реки);
2) гуща, отстой, осадок (ὁ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.).