ἰσοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοκλινής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίση [[κλίση]], αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο [[προς]] όλες τις πλευρές, [[ισόρροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]] («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές [[πάνω]] σε [[χάρτη]] οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]])<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] [[κλίση]] εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν [[πάνω]] στο [[έδαφος]] νοητά ή [[πάνω]] σε τοπογραφικό [[χάρτη]] [[σημεία]] διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την [[ίδια]] [[κλίση]])<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αναφέρεται στον γεωμετρικό [[τόπο]] τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη [[κλίση]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[χαρακτηρισμός]] μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες [[προς]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] και ανάλογα με τη [[θέση]] του αξονικού επιπέδου μπορεί να [[είναι]] κατακόρυφες ή με [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ίσοκλινής</i><span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το νεοελλ. [[ισοκλινής]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>isocline</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>cline</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>κλινής</i>)].
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοκλινής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίση [[κλίση]], αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο [[προς]] όλες τις πλευρές, [[ισόρροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]] («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές [[πάνω]] σε [[χάρτη]] οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]])<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] [[κλίση]] εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν [[πάνω]] στο [[έδαφος]] νοητά ή [[πάνω]] σε τοπογραφικό [[χάρτη]] [[σημεία]] διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την [[ίδια]] [[κλίση]])<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αναφέρεται στον γεωμετρικό [[τόπο]] τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη [[κλίση]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[χαρακτηρισμός]] μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες [[προς]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] και ανάλογα με τη [[θέση]] του αξονικού επιπέδου μπορεί να [[είναι]] κατακόρυφες ή με [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ίσοκλινής</i><span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το νεοελλ. [[ισοκλινής]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>isocline</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>cline</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>κλινής</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοκλῐνής:''' досл. имеющий равный наклон, перен. неуклонный, неизменный ([[νόμος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκλῐνής Medium diacritics: ἰσοκλινής Low diacritics: ισοκλινής Capitals: ΙΣΟΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: isoklinḗs Transliteration B: isoklinēs Transliteration C: isoklinis Beta Code: i)soklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A evenly balanced, Arist.Mu.400b28.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκλῐνής: -ές, ἰσόρροπος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 36.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοκλινής, -ές)
αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα σημεία που έχουν την ίδια μαγνητική έγκλιση)
2. (τοπογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια κλίση εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν πάνω στο έδαφος νοητά ή πάνω σε τοπογραφικό χάρτη σημεία διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την ίδια κλίση)
3. μαθ. χαρακτηρισμός που αναφέρεται στον γεωμετρικό τόπο τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη κλίση
4. γεωλ. χαρακτηρισμός μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες προς την ίδια κατεύθυνση και ανάλογα με τη θέση του αξονικού επιπέδου μπορεί να είναι κατακόρυφες ή με κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ίσοκλινής< ἰσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω). Το νεοελλ. ισοκλινής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isocline < is- (πρβλ. ἰσο-) + -cline (πρβλ. -κλινής)].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκλῐνής: досл. имеющий равный наклон, перен. неуклонный, неизменный (νόμος Arst.).