κακοκρισία: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκοκρῐσία:''' ἡ ([[κρίσις]]), κακή [[κρίση]], εσφαλμένη [[απόφαση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κᾰκοκρῐσία:''' ἡ ([[κρίσις]]), κακή [[κρίση]], εσφαλμένη [[απόφαση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκοκρῐσία:''' ἡ неправильный суд Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A bad judgment, AP7.236 (Antip. Thess.); ἀπειρία καὶ κ. Plb.12.24.6.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).
Greek (Liddell-Scott)
κακοκρῐσία: ἡ, κακὴ κρίσις, Ἀνθ. Π. 7. 236, Πολύβ. 12. 24, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jugement illégal ou inique.
Étymologie: κακόκριτος.
Greek Monolingual
και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία)
κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο-κρισία].
Greek Monotonic
κᾰκοκρῐσία: ἡ (κρίσις), κακή κρίση, εσφαλμένη απόφαση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοκρῐσία: ἡ неправильный суд Polyb.