ἰσόπαλος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόπᾰλος:''' -ον, = το προηγ., σε Λουκ.
|lsmtext='''ἰσόπᾰλος:''' -ον, = το προηγ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόπᾰλος:''' Luc. = [[ἰσοπαλής]].
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπᾰλος Medium diacritics: ἰσόπαλος Low diacritics: ισόπαλος Capitals: ΙΣΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: isópalos Transliteration B: isopalos Transliteration C: isopalos Beta Code: i)so/palos

English (LSJ)

ον,= foreg., Luc.Nav.36, D.C.40.42, Poll.3.149,5.157, Hsch.; prob. in Ibyc.14, X.Ages.2.9.

German (Pape)

[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].

Greek Monotonic

ἰσόπᾰλος: -ον, = το προηγ., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπᾰλος: Luc. = ἰσοπαλής.