καταφορέω: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, θαμιστικό του [[καταφέρω]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[ποτάμι]], [[μεταφέρω]] [[χρυσόσκονη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβάζω]], [[παρασύρω]], όπως το [[ποτάμι]], <i>τι τινός</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''καταφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, θαμιστικό του [[καταφέρω]],<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[ποτάμι]], [[μεταφέρω]] [[χρυσόσκονη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατεβάζω]], [[παρασύρω]], όπως το [[ποτάμι]], <i>τι τινός</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταφορέω:''' <b class="num">1)</b> уносить вниз, нести по течению ([[ψῆγμα]] χρυσοῦ Her.);<br /><b class="num">2)</b> приносить, представлять: [[ἀμήχανον]] λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A = καταφέρω, of a river, carry down, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Hdt.5.101, cf. 3.106 (Pass.): metaph., ἀμήχανον . . λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος . . you have poured forth a wonderful stream of calculation of the difference... Pl.R. 587e; πολλὰ . . κατεφόρει τῆς προνοίας he went on inveighing much against... Plu.2.548c.
Greek (Liddell-Scott)
καταφορέω: καταφέρω, ἐπὶ ποταμοῦ, καταβιβάζω, παρασύρω, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον ῥεῦμα (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ ἐναντίον, Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter en bas ou dans son cours en parl. d’un fleuve.
Étymologie: κατά, φορέω.
Greek Monotonic
καταφορέω: μέλ. -ήσω, θαμιστικό του καταφέρω,
1. λέγεται για ποτάμι, μεταφέρω χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.
2. κατεβάζω, παρασύρω, όπως το ποτάμι, τι τινός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταφορέω: 1) уносить вниз, нести по течению (ψῆγμα χρυσοῦ Her.);
2) приносить, представлять: ἀμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας Plat. ты привел замечательное доказательство.