κατασκεδάννυμι: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκεδάννυμι:''' и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. [[κατασκεδῶ]])<br /><b class="num">1)</b> разливать, выливать ([[θερμόν]] τι [[κατά]] τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ [[κέρας]] Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;<br /><b class="num">2)</b> распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);<br /><b class="num">3)</b> перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
and κατασκεδαννύω (D.54.4 codd.), Att. fut.
A -σκεδῶ Antiph.25:—scatter, pour upon or over, κατάχυσμα . . κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας D. l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας D.18.50; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c; λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2, etc. 2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap.18c:—Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min.320d; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) Lys.10.23; τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7. 3 Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.). 4 overthrow, destroy, IG12(9).1179.9 (Euboea).
German (Pape)
[Seite 1378] (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.
French (Bailly abrégé)
f. κατασκεδάσω, att. κατασκεδῶ;
1 répandre sur : τί τινος qch sur qqn ; fig. φήμην τινός PLAT, ὕβριν τινός PLUT répandre un bruit (ou un outrage) sur le compte de qqn;
2 répandre en gén. : κατεσκέδασται λόγος ἐν τῇ πόλει LYS un bruit s’est répandu dans la ville;
Moy. κατασκεδάννυμαι répandre qch à soi : κέρας XÉN répandre sa coupe sur.
Étymologie: κατά, σκεδάννυμι.
Greek Monolingual
κατασκεδάννυμι και κατασκεδαννύω και κατασκεδάζω (Α)
1. διασκορπίζω, διασπείρω
2. χύνω πάνω σε κάτι, ραντίζω («κατάχυσμ' ἕτερον γλυκὺ καὶ λιπαρόν, κἄπειτα κατεσκέδασαν θερμόν», Αριστοφ.)
3. διαδίδω φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].
Greek Monotonic
κατασκεδάννῡμι: και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],
I. 1. διασκορπίζω ή περιχύνω, τικατά τινος, σε Αριστοφ.· επίσης, τί τινος, σε Δημ. κ.λπ.
2. κ. φήμην, διαδίδω φήμη εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.
3. Μέσ., περιχύνω ή ραντίζω τριγύρω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατασκεδάννυμι: и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. κατασκεδῶ)
1) разливать, выливать (θερμόν τι κατά τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ κέρας Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;
2) распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ οὗτος ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);
3) перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.).