Κέρβερος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κέρβερος:''' ὁ, ο [[Κέρβερος]], ο [[σκύλος]] του Άδη με τα [[σαράντα]] κεφάλια, που φρουρούσε την [[πύλη]] του Κάτω Κόσμου, σε Ησίοδ.· [[έπειτα]], θεωρείτο ότι είχε [[τρία]] κεφάλια και σώματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''Κέρβερος:''' ὁ, ο [[Κέρβερος]], ο [[σκύλος]] του Άδη με τα [[σαράντα]] κεφάλια, που φρουρούσε την [[πύλη]] του Κάτω Κόσμου, σε Ησίοδ.· [[έπειτα]], θεωρείτο ότι είχε [[τρία]] κεφάλια και σώματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κέρβερος:''' ὁ Кербер (сын Тифаона и Эхидны, трехглавый - по друг., пятидесятиглавый - и змеехвостый пес, страж подземного царства) Hes., Xen. etc.
}}
}}

Revision as of 22:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κέρβερος Medium diacritics: Κέρβερος Low diacritics: Κέρβερος Capitals: ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Transliteration A: Kérberos Transliteration B: Kerberos Transliteration C: Kerveros Beta Code: *ke/rberos

English (LSJ)

ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc.    II name of a bird, Ant.Lib.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρβερος: ὁ, ὁ πεντηκοντακέφαλος κύων τοῦ Ἅιδου, ὅστις ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ κάτω κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο τρικέφαλοςτρισώματος, τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον αὐτόθι 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ κύων τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ ἄνευ ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― Κατὰ τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Κέρβερος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ ὄνομα φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ ἴσως εἶναι συγγενὲς τῷ Κιμμέριοι· πρβλ. Κερβέριοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cerbère, chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers.
Étymologie: DELG emprunt méditerranéen.

English (Slater)

Κέρβερος hundred headed dog of the underworld. test., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατόν, Ἡσίοδος δὲ πεντήκοντα ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.

Greek Monotonic

Κέρβερος: ὁ, ο Κέρβερος, ο σκύλος του Άδη με τα σαράντα κεφάλια, που φρουρούσε την πύλη του Κάτω Κόσμου, σε Ησίοδ.· έπειτα, θεωρείτο ότι είχε τρία κεφάλια και σώματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κέρβερος: ὁ Кербер (сын Тифаона и Эхидны, трехглавый - по друг., пятидесятиглавый - и змеехвостый пес, страж подземного царства) Hes., Xen. etc.