κλωπικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλωπικός:''' -ή, -όν ([[κλώψ]]), [[κλοπιμαίος]], [[λαθραίος]], [[μυστικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κλωπικός:''' -ή, -όν ([[κλώψ]]), [[κλοπιμαίος]], [[λαθραίος]], [[μυστικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλωπικός:''' досл. воровской, вороватый, перен. тайный ([[βῆμα]], [[ἕδρα]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπικός Medium diacritics: κλωπικός Low diacritics: κλωπικός Capitals: ΚΛΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klōpikós Transliteration B: klōpikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a.    2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.

German (Pape)

[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.

Greek Monolingual

κλωπικός, -ή, -όν (Α) κλωψ
1. ο επιρρεπής στην κλοπή
2. κρυφός, λαθραίος.
επίρρ...
κλωπικῶς (Μ)
με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.

Greek Monotonic

κλωπικός: -ή, -όν (κλώψ), κλοπιμαίος, λαθραίος, μυστικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κλωπικός: досл. воровской, вороватый, перен. тайный (βῆμα, ἕδρα Eur.).