Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυγμός:''' -οῦ, ὁ ([[μύζω]]), [[μούγκρισμα]], [[μουρμουρητό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μυγμός:''' -οῦ, ὁ ([[μύζω]]), [[μούγκρισμα]], [[μουρμουρητό]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυγμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> вздох (μ. καὶ [[στεναγμός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сопение, храпение Aesch., Arst., Diod.
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυγμός Medium diacritics: μυγμός Low diacritics: μυγμός Capitals: ΜΥΓΜΟΣ
Transliteration A: mygmós Transliteration B: mygmos Transliteration C: mygmos Beta Code: mugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A utterance of the sound μὺ μῦ, moaning, whimpering (v. μύζω), ascribed to the sleeping Furies in A.Eu.117, 120; of wounded men or dogs, D.S.17.11, 92; μ. ἀνθρώπινος, of the κυνοκέφαλος, Id.3.35; μ. βρεφῶν, = Lat. vagitus, Gloss.; of the noise of the fish γλάνις, Arist.HA621a29.    II utterance of the sound μ. D.T.631.18 (pl.), D.H.Comp.14, Praxiph. ap. Demetr.Eloc.57 (pl.), S.E.M.1.102.

German (Pape)

[Seite 213] ὁ, der Ton, den man hervorbringt, wenn man mit geschlossenen Lippen den Athem heftig hervorstößt, Stöhnen, Seufzen; Arist. H. A. 9, 37; D. Sic. 17, 11; Plut. Cor. 38; S. Emp. adv. gramm. 192. Vgl. auch μυχμός.

Greek (Liddell-Scott)

μυγμός: -οῦ, ὁ, ὁ διὰ κεκλεισμένου στόματος ἐκπεμπόμενος ἐκ τῆς ῥινὸς ἦχος, μούγγρυσμα, (ἴδε ἐν λέξ. μύζω), οἷος ὁ ἀποδιδόμενος εἰς τὰς κοιμωμένας Ἐρινῦς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 117, 120· ἐπὶ κυνῶν, Διόδ. 17. 92· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ ἰχθὺς γλάνις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
murmure, sorte de grognement.
Étymologie: μύζω.

Spanish

quejido

Greek Monolingual

μυγμός, ὁ (Α)
1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό
2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν
ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ μυγμόν», Αριστοτ.)
3. η προφορά του φθόγγου μυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυγ- του μύζω (Ι) «μουγκρίζω, βογγώ» + κατάλ. -μος, με παρλλ. τ. μυχμός (πιθ. < επίθημα -smo-)].

Greek Monotonic

μυγμός: -οῦ, ὁ (μύζω), μούγκρισμα, μουρμουρητό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μυγμός:1) вздох (μ. καὶ στεναγμός Plut.);
2) сопение, храпение Aesch., Arst., Diod.