νεικεστήρ: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεικεστήρ:''' ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.
German (Pape)
[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.
Greek (Liddell-Scott)
νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.
Greek Monolingual
νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ-τήρ, νασ-τήρ].
Greek Monotonic
νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).