νεόπλουτος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόπλουτος:''' -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, [[ματαιόδοξος]] και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nouveau riche), σε Δημ., Αριστ. | |lsmtext='''νεόπλουτος:''' -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, [[ματαιόδοξος]] και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nouveau riche), σε Δημ., Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόπλουτος:''' <b class="num">1)</b> недавно разбогатевший ([[ἀπελεύθερος]] Plut.; [[οἰκέτης]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, чванный ([[θεραπεία]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> претенциозный, пышный (δεῖπνα Plut.): ν. [[τρύξ]] Arph. высоко поднявшаяся (винная) гуща, т. е. зазнавшийся выскочка. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A newly become rich, opp. ἀρχαιόπλουτος (q.v.): hence, vainglorious, upstart, D.17.23, cf. Arg.D.17, Arist.Rh.1387a23; οἰκέτης ν. Luc.Hist.Conscr.20; ἀπελεύθερος ν. Plu.2.634c; ν. δεῖπνα Id.Luc.40: hence, by a comic metaph., ν. τρύξ, of a low upstart, Ar.V.1309.
German (Pape)
[Seite 243] neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichthum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen thun; Dem. 17, 23; Arist. rhet. 2, 9; δεῖπνα, Plut. Luc. 40; Luc. Tim. 7 Tox. 12. – Mit komischer Uebertragung, τρύξ, Ar. Vesp. 1309.
Greek (Liddell-Scott)
νεόπλουτος: -ον, ὡς τὸ ἀρτίπλουτος, ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ ἀρχαιόπλουτος (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω κενόδοξος καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· ἀπελεύθερος ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - ἐντεῦθεν κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. τρύξ, ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.
Étymologie: νέος, πλοῦτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεόπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, χωρίς να διαθέτει κανένα άλλο προσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + πλοῦτος.
Greek Monotonic
νεόπλουτος: -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, ματαιόδοξος και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nouveau riche), σε Δημ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
νεόπλουτος: 1) недавно разбогатевший (ἀπελεύθερος Plut.; οἰκέτης Luc.);
2) высокомерный, чванный (θεραπεία Plut.);
3) претенциозный, пышный (δεῖπνα Plut.): ν. τρύξ Arph. высоко поднявшаяся (винная) гуща, т. е. зазнавшийся выскочка.