ξενηλατέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενηλᾰτέω:''' ([[ἐλαύνω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκδιώκω]], [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]] τους ξένους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ξενηλᾰτέω:''' ([[ἐλαύνω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εκδιώκω]], [[εξοστρακίζω]], [[εξορίζω]] τους ξένους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενηλᾰτέω:''' изгонять чужеземцев ([[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενηλᾰτέω Medium diacritics: ξενηλατέω Low diacritics: ξενηλατέω Capitals: ΞΕΝΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: xenēlatéō Transliteration B: xenēlateō Transliteration C: ksenilateo Beta Code: cenhlate/w

English (LSJ)

   A banish foreigners, in Pass., Ar.Av.1013, Plb.9.29.4, D.S.40.3.

German (Pape)

[Seite 276] Fremde vertreiben; ὥςπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλᾰτέω: ἐκδιώκω, ἐξορίζω τοὺς ξένους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1013, Πολύβ. 9. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bannir les étrangers.
Étymologie: ξένος, ἐλατός, au sens de ἐλατήριος.

Greek Monotonic

ξενηλᾰτέω: (ἐλαύνω), μέλ. -ήσω, εκδιώκω, εξοστρακίζω, εξορίζω τους ξένους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξενηλᾰτέω: изгонять чужеземцев (ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).