ὀροθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀροθύνω:''' ([[ὄρνυμι]], [[ὀρίνω]]), [[κυρίως]] στον Επικ. παρατ. <i>ὀρόθῡνον</i>· αόρ. αʹ <i>ὠρόθυνα</i>, προστ. <i>ὀρόθυνον</i>, [[ανακινώ]], [[διεγείρω]], [[παροτρύνω]], [[εξερεθίζω]], σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀροθύνω:''' (ῡ) (= [[ὄρνυμι]])<br /><b class="num">1)</b> возбуждать (τινά Hom.);<br /><b class="num">2)</b> волновать (πάντας ἐναύλους Hom.);<br /><b class="num">3)</b> поднимать, развязывать (πάσας ἀέλλας Hom.): [[στάσις]] ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Aesch. вспыхнула взаимная распря.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροθύνω Medium diacritics: ὀροθύνω Low diacritics: οροθύνω Capitals: ΟΡΟΘΥΝΩ
Transliteration A: orothýnō Transliteration B: orothynō Transliteration C: orothyno Beta Code: o)roqu/nw

English (LSJ)

used by Hom. once in pres., Od.18.407, but chiefly in Ep. impf. 3sg. ὀρόθῡνε (ν), Il.13.351, al.: aor. 1

   A ὠρόθυνα Lyc.693 ; imper. ὀρόθυνον Il.21.312 :—stir up, rouse, urge on, mostly of persons, Il.13.351, etc.; also of things, πάντας δ' ὀρόθυνον ἐναύλους 21.312 ; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od.5.292 : c. inf., urge one to do, A.R.1.522, 1275.— Ep. word, used in Pass. by A., στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Pr. 202 ; and Herm. restores ὀροθύνεις (for ὀρθεῖς or ὀρθοῖς) in E.Ba. 1168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 385] = ὄρνυμι, aufregen, anreizen; von Menschen, die Einer in Bewegung setzt, Il. 10, 332. 15, 572 u. öfter; πάσας δ' ὀρόθυνεν ἀέλλας Od. 5, 292, ἐναύλους Il. 21, 312; im med., Aesch. στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, erhob sich, Prom. 200.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροθύνω: [ῠ], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μάλιστα ἐν τῷ Ἐπικ. παρατ. ὀρόθῡνον: ἀόρ. ὠρόθυνα Λυκόφρων 693: προστ. ὀρόθυνον Ἰλ. Φ. 312· - ὡς τὸ ὄρνυμι, ὀρίνω, ἀναταράττω, διεγείρω, ἐξεγείρω, παρορμῶ, προτρέπω, τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, πάντας δ’ ὀρόθυνεν ἐναύλους Φ. 312· πάσας δ’ ὀρόθυνεν ἀέλλας Ὀδ. Ε. 292· μετ’ αἰτιατ., παρακινῶ τινα νὰ πράξῃ τι, παροτρύνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 522, 1275. - Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ. παρ’ Αἰσχύλ., στάσις δ’ ἐπ’ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Πρ. 200: ὁ δὲ Ἕρμανν. διορθοῖ ὀροθύνεις (ἀντὶ ὀρθεῖς ἢ ὀρθοῖς) ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1169.

French (Bailly abrégé)

f. ὀροθυνῶ, ao. ὠρόθυνα, pf. inus.
Pass. seul. impf. ὠροθυνόμην;
exciter, pousser, mettre en mouvement, acc. ; Pass. s’élever, se produire.
Étymologie: ὄρνυμι.

English (Autenrieth)

aor. imp. ὀρόθῦνον=ὄρνῦμι, ἐναύλους, ‘cause all the river-beds to swell,’ Il. 21.312.

Greek Monolingual

ὀροθύνω (ΑΜ)
1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω
2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε -ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό του θ. ορ- του ὄρνυμι «εγείρω» και του ρήματος θύνω «ορμώ» θεωρείται μάλλον παρετυμολογική].

Greek Monotonic

ὀροθύνω: (ὄρνυμι, ὀρίνω), κυρίως στον Επικ. παρατ. ὀρόθῡνον· αόρ. αʹ ὠρόθυνα, προστ. ὀρόθυνον, ανακινώ, διεγείρω, παροτρύνω, εξερεθίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀροθύνω: (ῡ) (= ὄρνυμι)
1) возбуждать (τινά Hom.);
2) волновать (πάντας ἐναύλους Hom.);
3) поднимать, развязывать (πάσας ἀέλλας Hom.): στάσις ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο Aesch. вспыхнула взаимная распря.