παραγυμνόω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4. | |elnltext=παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραγυμνόω:''' обнажать, перен. раскрывать, разъяснять (τὸν πάντα λόγον Her.): [[ἐπεὶ]] παρεγυμνώθη Polyb. когда выяснилось. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.). 2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι . . Plb.1.80.9.
German (Pape)
[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dévoiler, révéler, acc..
Étymologie: παρά, γυμνόω.
Greek Monotonic
παραγυμνόω: μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ., απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.
Russian (Dvoretsky)
παραγυμνόω: обнажать, перен. раскрывать, разъяснять (τὸν πάντα λόγον Her.): ἐπεὶ παρεγυμνώθη Polyb. когда выяснилось.