πυρράζω: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn. | |elnltext=πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρράζω:''' пламенеть (как огнем), быть огненного цвета (πυρράζει ὁ [[οὐρανός]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
être d’un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.
English (Thayer)
equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)
Greek Monolingual
ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).
Greek Monotonic
πυρράζω: (πυρρός), είμαι φλογερός ή όπως η φωτιά κόκκινος, λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn.
Russian (Dvoretsky)
πυρράζω: пламенеть (как огнем), быть огненного цвета (πυρράζει ὁ οὐρανός NT).