ῥέγκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥέγκω:''' μέλ. <i>ῥέγξω</i>, [[ροχαλίζω]], Λατ. [[sterto]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)[[φυσώ]], [[ρουθουνίζω]], σε Ευρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ῥέγκω:''' μέλ. <i>ῥέγξω</i>, [[ροχαλίζω]], Λατ. [[sterto]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)[[φυσώ]], [[ρουθουνίζω]], σε Ευρ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ῥέγκω:''' реже [[ῥέγχω]] тж. med.<br /><b class="num">1)</b> храпеть Aesch., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> (о животных) храпеть, сопеть или фыркать Eur., Arst.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέγκω Medium diacritics: ῥέγκω Low diacritics: ρέγκω Capitals: ΡΕΓΚΩ
Transliteration A: rhénkō Transliteration B: rhenkō Transliteration C: regko Beta Code: r(e/gkw

English (LSJ)

   A snore, A.Eu.53, Eup. 267, Ar.Nu.5, al.; of horses, snort, E.Rh.785; of a dolphin asleep, Arist.HA537b3, 566b15:—in Ar.Eq.115 also in Med. ῥέγκεται, but (as Sch. observes) only to balance πέρδεται; but cf. ll. cc. infr.—The form ῥέγχω occurs in Hp.Aph.6.51, Arist. ll. cc., Men.Mon.711, Herod.8.2, LXX Jn.1.5,6, Orph.Fr.148: Med., τῆς πλευρᾶς ῥέγχομαι I am wheezing from my lung, POxy.1414.26 (iii A.D.), cf. AP11.343.

German (Pape)

[Seite 837] schnarchen; ῥέγκουσι δ' οὐ πλαστοῖσι φυσιάμασιν, Aesch. Eum. 53; Ar. Nub. 5. 11 u. öfter, auch med., Equ. 115; von Pferden, schnauben, θυμὸν ἐξ ἀντηρίδων ἔρεγκον, Eur. Rhes. 785; Sp., wie Luc. Cont. 1 u. öfter; nach den alten Gramm. altattische Form für ῥέγχω (s. unten). Es ist ein Ouomatopoectikon.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγκω: μέλλ. ῥέγξω, ῥέγχω, «ῥοχαλίζω», Λατ. sterto, Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, Ἀριστοφ. Νεφ. 5, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἵππων, φυσῶ, φρυάττομαι, Εὐρ. Ρῆσ. 785· ἐπὶ δελφῖνος κοιμωμένου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 11., 6. 12, 4· - ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 115, ὡσαύτως ὡς ἀποθ. ῥέγκεται, ἀλλ’ (ὡς ὁ Σχολ. παρατηρεῖ) ἐτέθη οὕτως ὅπως ᾖ ὁμοιοκατάληκτον τῷ πέρδεται· ἀλλ’ ἴδε Ἀνθ. Π. 11. 343. - Ὁ τύπος ῥέγχω ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1258, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 711, πρβλ. ῥέγκος. (Ἐντεῦθεν ῥέγκοςῥέγχος, ῥογκιάω, καὶ ἴσως ὡσαύτως ῥύζω, ῥύγχος).

French (Bailly abrégé)

f. ῥέγξω, ao. ἔρρεγξα, pf. inus.
ronfler.
Étymologie: onomat.

Greek Monolingual

Α
βλ. ῥέγχω.

Greek Monotonic

ῥέγκω: μέλ. ῥέγξω, ροχαλίζω, Λατ. sterto, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)φυσώ, ρουθουνίζω, σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

ῥέγκω: реже ῥέγχω тж. med.
1) храпеть Aesch., Arph.;
2) (о животных) храпеть, сопеть или фыркать Eur., Arst.