ὑπεκπροθέω: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκπροθέω:''' выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A run forth from under, outstrip, Ἄτη . . πάσας (sc. τὰς Αιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο . . τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα running on before, 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπροθέω: ὑπεκτρέχω, κάτωθεν προτρέχω, Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων».
French (Bailly abrégé)
s’élancer du fond ou de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser ou atteindre qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προθέω.
English (Autenrieth)
run on before, outrun. Il. 9.506.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω
2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)].
Greek Monotonic
ὑπεκπροθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω από κάτω προς τα εμπρός, ξεπερνώ κάποιον, αφήνω πίσω μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προπορεύομαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπροθέω: выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.