ὑπερμαχέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] για ή [[υπέρ]], για λογαριασμό κάποιου, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· σὺ [[ταῦτα]] τοῦδ' ὑπερμαχεῖς [[ἐμοί]]; είσαι [[υπέρμαχος]] [[αυτού]] [[εναντίον]] μου;, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] για ή [[υπέρ]], για λογαριασμό κάποιου, <i>τινός</i>, σε Σοφ., Ευρ.· σὺ [[ταῦτα]] τοῦδ' ὑπερμαχεῖς [[ἐμοί]]; είσαι [[υπέρμαχος]] [[αυτού]] [[εναντίον]] μου;, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερμᾰχέω:''' бороться в защиту (кого-л.) Eur., Luc., Plut.: ὑ. τινός τινι Soph. бороться за кого(что)-л. с кем-л., защищать кого-л. от кого-л.
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερμᾰχέω Medium diacritics: ὑπερμαχέω Low diacritics: υπερμαχέω Capitals: ΥΠΕΡΜΑΧΕΩ
Transliteration A: hypermachéō Transliteration B: hypermacheō Transliteration C: ypermacheo Beta Code: u(permaxe/w

English (LSJ)

   A fight for or on behalf of, πόλεως S.Ant.194, E.Ph. 1252, cf. J.AJ3.14.4; σὺ ταῦτα . . τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; dost thou fight thus for him against me? S.Aj.1346 (in Luc.Pisc.23, τούτου is prob. to be restored): abs., Id.JTr.17.

German (Pape)

[Seite 1198] für Einen streiten, ihn vertheidigen, τινός, Soph. Ant. 194; σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; gegen mich, Ai. 1325; Eur. Phoen. 1258; Sp., wie Plut. Sol. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερμᾰχέω: (μάχη) μάχομαι ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ ταῦτα... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ οὕτως... εἶσαι ὑπέρμαχος αὐτοῦ κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. ὑπερμάχομαι· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, μάχη.

Greek Monotonic

ὑπερμᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι για ή υπέρ, για λογαριασμό κάποιου, τινός, σε Σοφ., Ευρ.· σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; είσαι υπέρμαχος αυτού εναντίον μου;, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερμᾰχέω: бороться в защиту (кого-л.) Eur., Luc., Plut.: ὑ. τινός τινι Soph. бороться за кого(что)-л. с кем-л., защищать кого-л. от кого-л.