φιλόποτμος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(45)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[συνήθως]] [[είναι]] [[δύστυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότμος]] «[[μοίρα]], [[τύχη]], [[συνήθως]] κακή»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[συνήθως]] [[είναι]] [[δύστυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[δυστυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότμος]] «[[μοίρα]], [[τύχη]], [[συνήθως]] κακή»].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόποτμος:''' полный несчастий, бедственный ([[βίος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόποτμος Medium diacritics: φιλόποτμος Low diacritics: φιλόποτμος Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: philópotmos Transliteration B: philopotmos Transliteration C: filopotmos Beta Code: filo/potmos

English (LSJ)

ον,

   A fond of misery, unfortunate, Plu.2.986d (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόποτμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, δυστυχής, Πλούτ. 2. 986Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συνήθως είναι δύστυχος, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότμος «μοίρα, τύχη, συνήθως κακή»].

Russian (Dvoretsky)

φιλόποτμος: полный несчастий, бедственный (βίος Plut.).