φύξιμος: Difference between revisions
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φύξῐμος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να προσφέρει [[ευκαιρία]] διαφυγής· ουδ. <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[διαφυγή]], [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἱερὸν φύξιμον</i>, [[άσυλο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., <i>φύξιμός τινα</i>, [[ικανός]] να ξεφύγει ή να δραπετεύσει, σε Σοφ. | |lsmtext='''φύξῐμος:''' -ον ([[φεύγω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να προσφέρει [[ευκαιρία]] διαφυγής· ουδ. <i>φύξιμον</i>, [[μέρος]] για [[διαφυγή]], [[μέρος]] για [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἱερὸν φύξιμον</i>, [[άσυλο]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., <i>φύξιμός τινα</i>, [[ικανός]] να ξεφύγει ή να δραπετεύσει, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φύξιμος:''' [[φεύγω]]<br /><b class="num">1)</b> служащий или могущий служить убежищем ([[λιμήν]], [[ἱερόν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> могущий убежать или избежать: σὲ φ. [[οὐδείς]] Soph. никто не в состоянии избежать тебя. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (φεύγω) older and poet. form of φεύξιμος, of places,
A whither one can flee, or where one can take refuge, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι where she said it was possible for me to escape, Od.5.359; φ. τόπος Plb.13.6.9; φύξιμον οὐδέν Id.9.29.4; ἱερὸν φ. an asylum, Plu.Rom.9; φ. λιμήν a harbour of refuge, Id.2.823a: cf. φύξιον. II which one can escape; hence, affording a chance of recovery, νοῦσος Hp.Int.2; avoidable, ἦμαρ Max.358. 2 which one would flee from, i. e. loathsome, ὀδμή Simon.250, Nic.Th.54 (s.v.l.). III c. acc., σ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς is able to escape thee, S.Ant.788 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1316] ον, ältere, bes. poet. Form statt φεύξιμος, – 1) wohin man fliehen, seine Zuflucht nehmen kann; τὸ φύξιμον, der Zufluchtsort, Od. 5, 359; Pol. 9, 29, 4; ἱερόν Plut. Rom. 9. – 2) dem man entfliehen, entgehen kann, vermeidlich; auch wovor man fliehen möchte, d. i. widrig, abscheulich, Nic. Ther. 54; – φύξιμός τινα, im Stande, Einem zu entfliehen, Soph. Ant. 788.
Greek (Liddell-Scott)
φύξιμος: -ον, (φεύγω) παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεύξιμος, ἐπὶ τόπων, τόπος εἰς ὃν δύναταί τις νὰ καταφύγῃ, νὰ εὕρῃ καταφύγιον, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι, εἰς τὸν ὁποῖον τόπον μοὶ εἶπεν ὅτι ἠδυνάμην νὰ καταφύγω, Ὀδ. Ε. 359· φύξιμον οὐδὲν Πολύβ. 9. 29, 4· ἱερὸν φ., ἄσυλον, καταφύγιον, Πλουτ. Ρωμ. 9. φ. λιμήν, λιμὴν καταφυγῆς, ὁ αὐτ. 2. 823Α· πρβλ. φυλάξιμος. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, νοῦσος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.· ἦμαρ Μάξιμ. π. καταρχ. 358. 2) ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ἤθελέ τις νὰ φύγῃ, βδελυκτός, ἀηδής, ὀδμὴ Σιμωνίδης 251. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., φύξιμός τινα, ἱκανὸς νὰ ἐκφύγῃ τινά, Σοφ. Ἀντ. 788· πρβλ. συνίστωρ 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où l’on peut se réfugier : λιμήν PLUT port où l’on peut trouver un refuge ; ἱερόν PLUT sanctuaire qui sert de refuge ; τὸ φύξιμον OD lieu d’asile;
2 qui peut fuir ou éviter : τινα qqn.
Étymologie: φεύγω.
English (Autenrieth)
neut., φύξιμον, chance of escape, Od. 5.359†.
Greek Monolingual
-ον, Α φύξις
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ.
β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.)
2. αυτός τον οποίο θέλει κανείς να αποφύγει, αηδιαστικός («φύξιμος ὀδμή», Σιμων.)
3. εκείνος που έχει τη δυνατότητα να αποφύγει κάποιον, να ξεφύγει από κάποιον («καί σ' οὔτ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς», Σοφ.)
4. εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει («νοῡσος φύξιμος», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
φύξῐμος: -ον (φεύγω)·
I. αυτός που μπορεί να προσφέρει ευκαιρία διαφυγής· ουδ. φύξιμον, μέρος για διαφυγή, μέρος για καταφύγιο, σε Ομήρ. Οδ.· ἱερὸν φύξιμον, άσυλο, σε Πλούτ.
II. με αιτ., φύξιμός τινα, ικανός να ξεφύγει ή να δραπετεύσει, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φύξιμος: φεύγω
1) служащий или могущий служить убежищем (λιμήν, ἱερόν Plut.);
2) могущий убежать или избежать: σὲ φ. οὐδείς Soph. никто не в состоянии избежать тебя.