χορηγικός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χορηγικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν <i>χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες</i>, [[άμιλλα]] για την [[παρασκευή]] χορών, σε Ξεν. | |lsmtext='''χορηγικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν <i>χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες</i>, [[άμιλλα]] για την [[παρασκευή]] χορών, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χορηγικός:''' касающийся хорегов: χορηγικοὶ ἀγῶνες Xen. соревнования между хорегами (в устройстве хоров); χορηγικοὶ τρίποδες Plut. треножники, приносимые в дар божеству наиболее отличившимися хорегами. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, X.Hier.9.11; χ. τρίποδες tripods dedicated to a god by victorious choruses, Plu.Arist. 1, Nic.3; χ. ἀργύριον IG11(2).161A27, 39 (Delos, iii B. C. ); τὸ χ. alone, Inscr.Délos453A24 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1365] ή; όν, dem χορηγός gehörig, ihn betreffend. Dah. χορηγικοὶ ἀγῶνες, Wetteifer in der Ausstattung und Aufführung von Chören, Xen. Hier. 9, 11; τρίποδες, die von den siegenden Chören einem Gotte geweihten und in einem Tempel aufgestellten Dreifüße, Plut. Arist. 1.
Greek (Liddell-Scott)
χορηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χορηγόν, χ. ἀγῶνες, ἅμιλλα περὶ τὴν παρασκευὴν καὶ τὸν καταρτισμὸν χορῶν, Ξεν. Ἱέρων 9, 11· χ. τρίποδες, οὓς ἀνέθετεν εἴς τινα θεὸν ὁ νικήσας χορηγός, Πλουτ. Ἀριστείδ. 1, Νικ. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le chorège ou la fonction du chorège : χορηγικοὶ τρίποδες PLUT trépieds consacrés par le chorège dont les chœurs avaient obtenu le prix.
Étymologie: χορηγός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χορηγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορηγός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορηγία ή στον χορηγό
αρχ.
φρ. «χορηγικοὶ ἀγῶνες» — άμιλλα μεταξύ χορηγών για την προετοιμασία και την συγκρότηση χορών, καθώς και κατά τη διεξαγωγή τών παραστάσεων (Ξεν.).
Greek Monotonic
χορηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σ' έναν χορηγὸν χορηγικοὶ ἀγῶνες, άμιλλα για την παρασκευή χορών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χορηγικός: касающийся хорегов: χορηγικοὶ ἀγῶνες Xen. соревнования между хорегами (в устройстве хоров); χορηγικοὶ τρίποδες Plut. треножники, приносимые в дар божеству наиболее отличившимися хорегами.