χρημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρημοσύνη:''' ἡ, όπως το [[χρεία]], [[ανάγκη]], [[χρεία]], [[έλλειψη]], σε Τυρτ., Θέογν.
|lsmtext='''χρημοσύνη:''' ἡ, όπως το [[χρεία]], [[ανάγκη]], [[χρεία]], [[έλλειψη]], σε Τυρτ., Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημοσύνη:''' ἡ скудость, бедность, нужда Soph.
}}
}}

Revision as of 06:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: {{{Full diacritics}}} Medium diacritics: χρημοσύνη Low diacritics: {{{Low diacritics}}} Capitals: ΧΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chrēmosýnē Transliteration B: chrēmosynē Transliteration C: chrimosyni Beta Code: xrhmosu/nh

English (LSJ)

,

   A need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1374] , Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

χρημοσύνη: , ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλπρβλ. χρησμοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης () :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.

Greek Monolingual

, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].

Greek Monotonic

χρημοσύνη: ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

χρημοσύνη: ἡ скудость, бедность, нужда Soph.