κιθαριστής: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῐθᾰριστής:''' οῦ ὁ кифарист HH, Hes., Plat. etc. | |elrutext='''κῐθᾰριστής:''' οῦ ὁ кифарист HH, Hes., Plat. etc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιθαριστής -οῦ, ὁ [κιθαρίζω] citerspeler. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A player on the cithara, h.Hom.25.3, Hes.Th.95, Ar.Eq.992 (lyr.), Nu.964, Arist.Po. 1455a3, OGI51.43, etc. II κ. λίθος stone at Megara which rang on being struck, APl.4.279 tit.
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, der Citherspieler; H. h. 24, 3; Hes. Th. 95; Plat. Prot. 312 d u. öfter, wie bei den Folgdn, die es von κιθαρῳδός so unterscheiden, daß dieser auch zur Cither singt, der κιθαριστής aber bloß spielt, ψιλοὶ κιθαρισταί, Ath. XIV, 638 a. Andere erklärten es = λυρῳδός.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστής: -οῦ, ὁ, (κιθαρίζω), ὁ κρούων τὴν κιθάραν, Ὁμ. Ὕμν. 24. 3, Ἡσ. Θ. 95, Ἀριστοφ. Ἱππ. 992, Νεφ. 964, Πλάτ. κτλ. ― Κυρίως ὁ κιθαριστὴς ἔπαιζε μόνον, ἐνῷ ὁ κιθαρῳδὸς συνώδευε τὸ μέλος διὰ τοῦ ᾄσματός του· ἀλλὰ ὁ πρῶτος ἐνίοτε καλεῖται ψιλοκιθαριστής.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, -οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) κιθαρίζω
αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ.
β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.)
αρχ.
φρ. «κιθαριστὴς λίθος» — λίθος που βρισκόταν στα Μέγαρα και που ηχούσε, όταν τον έπληττε κάποιος (Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
κῐθᾰριστής: -οῦ, ὁ (κιθαρίζω), οργανοπαίκτης κιθάρας, σε Ησίοδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰριστής: οῦ ὁ кифарист HH, Hes., Plat. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαριστής -οῦ, ὁ [κιθαρίζω] citerspeler.