προανάγω: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προᾰνάγω:''' [[αναβιβάζω]] από [[πριν]]· Παθ., ανοίγομαι [[μπροστά]] στο [[πέλαγος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''προᾰνάγω:''' [[αναβιβάζω]] από [[πριν]]· Παθ., ανοίγομαι [[μπροστά]] στο [[πέλαγος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-ανάγω, med.-pass., intrans. eerder uitvaren. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead up before, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους J.BJ1.2.4:— Pass., put to sea before, Th.8.11, Polyaen.4.2.22, etc.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἄγω), vorher hinausführen; ναῦν, ein Schiff vorher auf die hohe See bringen, τὰς προανηγμένας μετακαλεῖν, Thuc. 8, 11; Polyaen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰνάγω: ὁδηγῶ τινα πρότερον, ἀναβιβάζω πρότερον, τινὰ ἐπὶ τοῦ τείχους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 4· ― ἀνάγομαι, ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος πρότερον, Θουκ. 8. 11, Πολύαιν. 4. 2, 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
conduire d’abord en haut, faire d’abord monter;
Moy. προανάγομαι (f. προανάξομαι, ao.2 προανηγαγόμην, etc.) sortir le premier du port, gagner le premier la haute mer.
Étymologie: πρό, ἀνάγω.
Greek Monolingual
Α
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον προηγουμένως επάνω
2. συντελώ ώστε να εκπλεύσει πλοίο από το λιμάνι πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνάγω «φέρνω, οδηγώ πάνω»].
Greek Monotonic
προᾰνάγω: αναβιβάζω από πριν· Παθ., ανοίγομαι μπροστά στο πέλαγος, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ανάγω, med.-pass., intrans. eerder uitvaren.