συγκαθέζομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> садиться рядом или вместе ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть на корточках Plut. | |elrutext='''συγκαθέζομαι:''' (fut. συγκαθεδοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> садиться рядом или вместе ([[ἐπειδὴ]] δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть на корточках Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma). II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].
Greek Monolingual
Α
1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.)
2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω
3. μαζεύομαι, ζαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»].
Greek Monotonic
συγκαθέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι, κάθομαι μαζί με, συνεδριάζω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθέζομαι: (fut. συγκαθεδοῦμαι)
1) садиться рядом или вместе (ἐπειδὴ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα Plat.);
2) заседать (συγκαθεζομένῃ τῇ γερουσίᾳ Plat.);
3) сидеть на корточках Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καθέζομαι bijeen (gaan) zitten (ter vergadering). δημηγορεῖτε συγκαθεζόμενοι jullie zitten bij elkaar speeches te houden Plat. Tht. 162d; ἐπεὶ... συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον toen de rechtbank in zitting was Xen. Hell. 5.2.35; ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα toen we allen bijeen zaten Plat. Prot. 317e.