συμπαροξύνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aiguiser ; exciter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παροξύνω]].
|btext=aiguiser ; exciter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παροξύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] [[επίσης]]<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ερεθίζω]] [[επίσης]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαροξύνομαι</i><br />οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαροξύνω Medium diacritics: συμπαροξύνω Low diacritics: συμπαροξύνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΞΥΝΩ
Transliteration A: symparoxýnō Transliteration B: symparoxynō Transliteration C: symparoksyno Beta Code: sumparocu/nw

English (LSJ)

   A provoke along with or together, τινα Plu.2.859f, etc.; εἴς τι X.Oec.6.10:—Pass., to be exacerbated at the same time as, λυγμὸν -όμενον τοῖς πυρετοῖς Gal.15.847.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich anreizen, εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. Oec. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαροξύνω: παροξύνω, διεγείρω ὁμοίως, τινὰ Πλούτ. 2. 859F, κτλ.· τινὰ εἴς τι Ξεν. Οἰκ. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; exciter ensemble.
Étymologie: σύν, παροξύνω.

Greek Monolingual

Α παροξύνω
1. προτρέπω, παρακινώ επίσης
2. οξύνω, ερεθίζω επίσης
3. παθ. συμπαροξύνομαι
οξύνομαι, ερεθίζομαι, συγχρόνως με κάτι άλλο («λυγμὸν συμπαροξυνομένον τοῑς πυρετοῑς», Γαλ.).

Greek Monotonic

συμπαροξύνω: μέλ. -ῠνῶ, παροξύνω, διεγείρω, εξοργίζω εξίσου ή από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμπαροξύνω: 1) возбуждать: σ. εἰς τὸ ἀλκίμους εἶναι Xen. воспитывать бодрость;
2) раздражать (τινά Plut.).