συνδιημερεύω: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]]. | |btext=passer la journée avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).
German (Pape)
[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνδιημερεύω: проводить день вместе (τινί Xen., Arst., Plut., реже μετά τινος Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.