ἕστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(2)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἕστωρ:''' ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
|elrutext='''ἕστωρ:''' ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[founder]] (IUrb.Rom. 1155.88)<br />Origin: IE [Indo-European] [884] <b class="b2">*sed-</b> [[sit]]<br />Etymology: From <b class="b3">ἔζομαι</b>.<br />-ορος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">peg at the end of a chariot pole</b> (Ω 272, v. l. <b class="b3">ἕκτορι</b> after <b class="b3">ἔχειν</b>; Aristobul.).<br />Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with <b class="b3">ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος</b> H. from <b class="b2">*u̯ers-tor-</b>, to Skt. <b class="b2">várṣ-man-</b> [[height]], [[hill]] etc. Othe proposals in WP. 1,267: from <b class="b3">ἕκτωρ</b> after <b class="b3">σχ-εῖν</b> for <b class="b3">*ἕσχτωρ</b> reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to <b class="b3">ἵζω</b> as <b class="b2">who sets</b>?
}}
}}

Revision as of 01:29, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστωρ Medium diacritics: ἕστωρ Low diacritics: έστωρ Capitals: ΕΣΤΩΡ
Transliteration A: héstōr Transliteration B: hestōr Transliteration C: estor Beta Code: e(/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.

German (Pape)

[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d’autres ἕκτωρ, de ἔχω.

English (Autenrieth)

ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)

Greek Monolingual

(I)
ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].———————— (II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].

Greek Monotonic

ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἕστωρ: ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: founder (IUrb.Rom. 1155.88)
Origin: IE [Indo-European] [884] *sed- sit
Etymology: From ἔζομαι.
-ορος
Grammatical information: m.
Meaning: peg at the end of a chariot pole (Ω 272, v. l. ἕκτορι after ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος H. from *u̯ers-tor-, to Skt. várṣ-man- height, hill etc. Othe proposals in WP. 1,267: from ἕκτωρ after σχ-εῖν for *ἕσχτωρ reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to ἵζω as who sets?